Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Βασιλική Λεμπέση. Ποίημα.

 

Γεράσαμε με κάτι έρωτες
ελλειπτικούς
σε αυτή την πολυκατοικία
που τα σκυλιά
μόνο το μεσημέρι γαυγίζουν
γεράσαμε με έναν ήλιο
που σκονισμένος τρυπώνει ακόμα
από τις γρύλιες
και ούτε μια ανάμνηση
δεν μας άφησε αυτή η πόλη
έτσι για παρηγοριά
μόνο παράπονα
και πτώματα
κάθε φορά που ανοίγουν
οι διακόπτες




Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

"Η Πορφυρή", διήγημα αγαπημένου φίλου, που προτιμά την ανωνυμία.


    Οι φωνές των κοριτσιών αντήχησαν σ' όλο το σπίτι, σαν πολύβουο μελίσσι. Μέσα σε λίγες στιγμές είχαν εισβάλει στο μπροστινό δωμάτιο και ξεχύθηκαν σ' όλο τον χώρο σχηματίζοντας μικρές παρέες. Την αδελφή μου ίσα που την ξεχώρισα μέσα στο ξάφνιασμα της κοριτσίστικης εισβολής. Έχοντας πλάι της μια από τις μεγαλύτερες κοπέλες, πήγε ολόισια, βαθιά μέσα στο σπίτι, μέχρι που την έχασα από τα μάτια μου πίσω από κάποια από τις πολλές πόρτες. Η πόρτα της εισόδου έκλεισε με ένα βαρύ στεναγμό, αφήνοντας πίσω της και εκείνο το παράξενο φως, που από το ξημέρωμα είχε πέσει επάνω στον τόπο. Ένα φως που έκανε τα δέντρα να μοιάζουν βουτηγμένα σε ένα παχύ και αργοσάλευτο υγρό. Άτονα, άχρωμα, σχεδόν νεκρά, σαν κάποιος ανίερος δαίμονας να ξεδίψασε με τους χυμούς τους την προηγούμενη νύχτα.
    Έβγαλα τον αέρα από τα πνευμόνια μου με έναν ήχο ενόχλησης και απομακρύνθηκα από την παλιά πόρτα, πλησιάζοντας μερικά από τα παιδιά που τώρα είχαν καθίσει κατάχαμα στο μπροστινό δωμάτιο. Δεν θα ήταν πάνω από έξι-επτά χρονών και με την ζωηράδα, που χαρακτηρίζει τα μικρά παιδιά, μάλωναν μεταξύ τους. Είχαν ακουμπήσει ανάμεσα στα πόδια τους ένα σωρό βραχιόλια και πεισματάρικα διεκδικούσαν το καθένα τα πιο πολλά για τον εαυτό του. Έσκυψα από πάνω τους μήπως και δώσω μια λύση, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν οι διαμαρτυρίες τους να γίνουν πιο έντονες. Έτσι γρήγορα εγκατέλειψα την προσπάθεια και οδήγησα τα βήματά μου στο επόμενο δωμάτιο. Εκεί μια άλλη παρέα κοριτσιών είχε συγκεντρωθεί σε ένα μικρό κύκλο, γύρω από ένα τραπέζι.
    Tα κορίτσια, που ήτανε δεν ήτανε δέκα-δώδεκα χρονών, κοιτούσαν επίμονα ένα λυχνάρι με επτά φλογίτσες, το οποίο έκαιγε στο κέντρο του τραπεζιού. Τα πρόσωπά τους φωτίζονταν με το απαλό φως της φλόγας και έμοιαζαν σαν μέσα σε αυτή να έβλεπαν τον βυθό μιας αρχέγονης θάλασσας. Ήταν τόσο απορροφημένα απ' αυτό που κοιτούσαν, ώστε ούτε καν αντελήφθησαν την παρουσία μου στο δωμάτιο. "Κάποιο παράξενο παιχνίδι παίζουν", σκέφτηκα "κάτι σαν και αυτά που μηχανεύονται τα τρυφερά τους μυαλουδάκια" και έφυγα από εκεί γρήγορα για να μην γίνω αφορμή να χαλάσει το παιχνίδι τους.
    Αφού βγήκα από το δωμάτιο με τον παράξενο κύκλο, κοίταξα δεξιά προς τον μακρύ διάδρομο, μήπως και μπορούσα να δω πού ήταν η αδελφή μου. Σκοτάδι τύλιγε όμως όλο το μήκος του και δεν έβλεπα πουθενά κάποιο φως που να δηλώνει την παρουσία της. Έτσι πήρα την σκάλα, η οποία οδηγούσε πάνω, στα πιο ψηλά δωμάτια του σπιτιού.
    Η σκάλα ανέβαινε ελικωτά μέχρι τον τρίτο όροφο, πλάι στον τοίχο και συναντούσε κάθε τόσο μικρές σχισμές επάνω στο λιθόχτιστο ντουβάρι, οι οποίες άφηναν λίγο φως να τρυπώσει. Πέρασα τον δεύτερο όροφο χωρίς να κοιτάξω τριγύρω, μια και η παραμικρή παρουσία εκεί θα μού γινόταν αμέσως αντιληπτή, αφού ήταν ένα ενιαίο δωμάτιο χωρίς τοίχους και χωρίσματα.
    Φτάνοντας στο τελευταίο πάτωμα, άκουσα φωνές κάπου βαθιά στον χώρο. Ένα αμυδρό φως ξέφευγε από μια ανοιχτή πόρτα δέκα μέτρα μπροστά μου. Πλησίασα στο άνοιγμα της πόρτας και κοίταξα μέσα. Εκεί στην άκρη του δωματίου, δίπλα σε ένα παράθυρο καθόταν η αδελφή μου και μια άλλη κοπέλα, στην ηλικία της θαρρώ, που δεν την είχα δει να μπαίνει στο σπίτι νωρίτερα μαζί με την τρελή παρέα των παιδιών. Παρόλο που είχα μπει πια εκεί όπου βρίσκονταν, εκείνες δεν φάνηκαν να ενοχλούνται από την παρουσία μου και συνέχισαν να μιλούν ψιθυριστά μεταξύ τους. Όμως, δεν ήταν ούτε μερικές στιγμές πιο πριν που είχα μείνει με την εντύπωση, πως μιλούσαν δυνατά ή ότι οι τοίχοι του άδειου σπιτιού έκαναν τον ψίθυρο να φτάνει μέχρι την αρχή της σκάλας.
    Κάθονταν αντικριστά μπροστά σε ένα τραπέζι και το χλωμό φως του κεριού φώτιζε τα πρόσωπά τους με ένα τόνο μυστήριο, ιδίως εκείνης της άγνωστης κοπέλας.
    "Καλημέρα" είπα και σήκωσε το βλέμμα της.
   "Τι γιορτάζουμε σήμερα;". Το στόμα της, μια όμορφη καμπύλη πάνω σε εκείνο το ωχρό δέρμα, άνοιξε:
    "Γεια σου, Δαναέ".
  Τα τεράστια μάτια της με περιεργάστηκαν προσεκτικά. Ήταν καταπληκτικό αυτό το πρόσωπο στεφανωμένο από εκείνα τα κατάμαυρα μαλλιά, που γίνονταν κατακόκκινα γύρω από το μέτωπο, σαν πορφυρό στεφάνι.
  "Δεν γιορτάζουμε. Ανησυχούμε." αποκρίθηκε η αδελφή μου και συνέχισαν εκείνο το μακρόσυρτο ψίθυρο που έμοιαζε με τραγούδι. Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους και πήγα προς το παράθυρο. Τι περίεργο. Το φως έξω έμοιαζε να σταματά στα όρια του ανοίγματος, σαν μια αόρατη δύναμη να το κρατούσε εκεί έξω. Έβγαλα το κεφάλι μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Τι μέρα και αυτή. Και ο ουρανός τι παράξενος. Μια συννεφιά είχε καλύψει τον μισό ορίζοντα δυτικά και πέρα ως τον βορρά, όσο μπορούσα να δω. Και πέρα προς τον νότο, αν και ο καιρός ήταν καθαρός, η θάλασσα έμοιαζε να κοχλάζει, παρότι δεν φυσούσε καθόλου αέρας. Μου φάνηκε, πως κάτι είχε χωρίσει τον ουρανό στα δύο και έπαιζε με τους νόμους, ενώ εκείνος ο γκρίζος, αέρινος τοίχος έμοιαζε να κερδίζει συνεχώς τον χώρο. Σχεδόν ακουμπούσε το έδαφος μέχρι χαμηλά στην ριζαμιά του θεόρατου βουνού, το οποίο έστεκε απέναντί μου σαν να βαστούσε με κόπο το βάρος του γκρίζου δυνάστη, που τώρα είχε αποκτήσει ένα άνοιγμα στο κέντρο του, όπως να άνοιγε το πελώριο μάτι ενός δράκου. Λίγο φως από τον Ήλιο, που βρισκόταν πίσω, καλυμμένος, πέρασε από το άνοιγμα και το έβαψε κατακόκκινο και τότε για μια στιγμή σχημάτισα την εντύπωση, πως αυτό το μάτι με παρακολουθούσε.
    Αναρίγησα και τραβήχτηκα γρήγορα μέσα, πηγαίνοντας κοντά στα κορίτσια. Κοίταξα γύρω μου μήπως βρω κάποια καρέκλα, αλλά δεν είδα καμιά και έτσι κάθισα οκλαδόν ανάμεσά τους. Παρατήρησα προσεκτικά την άγνωστη κοπέλα και τότε ξαφνικά, σαν κάτι αυτόματο, τα χέρια μου τυλίχθηκαν γύρω από τα πόδια της. Εκείνη σηκώθηκε βιαστικά και κατευθύνθηκε προς τον τοίχο. Άπλωσε το χέρι της και ένα άνοιγμα εμφανίστηκε. Τότε γύρισε προς το μέρος μου και είπε:
    "Την μοίρα δεν την αρπάζουν απ' τα πόδια, απ' τον λαιμό την πιάνουν" και πετάχτηκε έξω από το άνοιγμα που βρισκόταν τρεις ορόφους ψηλά. Έτρεξα προς το μέρος της και κοίταξα έξω από το άνοιγμα προς τα κάτω. Την είδα να διασχίζει το μονοπάτι ανάμεσα στον κήπο, που οδηγούσε χαμηλά στην ρεματιά.
    "Πορφυρή! Πορφυρή!" φώναξα το όνομά της, αλλά μάταια, ο ήχος της φωνής μου γινόταν ένα με τις βροντές της συννεφιάς, που έπεφτε χαμηλά μέχρι το έδαφος. Και εκεί, για μια στιγμή, ανάμεσα στην μαυρίλα και την ομίχλη, είδα χρυσοστόλιστους και άλλους πορφυροντυμένους άνδρες να χάνονται μέσα στην αχλή με μια αστραπή. Και μεταξύ τους η Πορφυρή κραδαίνοντας σπαθί ολόχρυσο, να τους οδηγεί πιο βαθιά μέσα στην "κοιλιά" του αέρινου ερπετού.
    Ανέβασα το βλέμμα μου ψηλά. Η μαυρίλα είχε καταλάβει σχεδόν όλο τον ορίζοντα. Τώρα την θέση του ματιού, που έχασκε πριν από λίγο στην μέση, είχε πάρει μια νεφελώδης αρπάγη, η οποία έμοιαζε έτοιμη να καταπιεί το βουνό. Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο μου. Γύρισα το βλέμμα προς την αδελφή μου, που κοιτούσε την σκοτεινιά. Ένα δάκρυ κύλισε στο άσπρο πρόσωπό της και τότε με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: 
      "Έλα. Η νύχτα έρχεται".


Διήγημα ανώνυμου συγγραφέα.



Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

"Η Παγωνιά". Διήγημα πολυαγαπημένου φίλου, που προτιμά την ανωνυμία.

          Η νύχτα με είχε προλάβει στον δρόμο. Θα ήμουν καμιά ώρα μακριά από το σπίτι και έτσι τάχυνα το βήμα μου, αδημονώντας να φτάσω στη ζεστασιά μου. Η φωτιά στο τζάκι θα έκαιγε από νωρίς αφήνοντας έξω την παγωνιά, που εδώ και μια εβδομάδα σάρωνε με τους βόρειους ανέμους από τα βουνά της μέσα χώρας.
         Η βαριά συννεφιά, που μέρες τώρα είχε καθίσει πάνω από τον κόλπο, έκανε την νύχτα πιο σκοτεινή. Το παράξενο ήταν, ότι μπορούσες να διακρίνεις σε μεγάλη απόσταση σχήματα και μορφές, μιας και ο παγωμένος αέρας είχε εναποθέσει ένα λευκό στρώμα κρυσταλλικής πάχνης παντού, η οποία φωσφόριζε με ένα άρρωστο φως.
         Εκείνο το πρωινό, όταν επισκέφθηκα το χωριό για να δω τον φίλο μου τον Αργένη, δεν φαντάστηκα πως θα καθυστερούσα τόσο. Και τώρα αναθεμάτιζα τον εαυτό μου που δεν υπέκυψε στις παρακλήσεις του να με φιλοξενήσει το βράδυ. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν το καλύτερο να περπατάς νύχτα μες το κρύο και εδώ και μερικά λεπτά είχε πιάσει ένα ψιλόβροχο που έκανε την παγωνιά να μοιάζει με σμήνη από πυρακτωμένες βελόνες, οι οποίες τρυπούσαν το κορμί μου. Το πιο περίεργο απ' όλα ήταν, ότι η βροχή που έπεφτε πάγωνε σαν ακουμπούσε στο έδαφος, λες και αυτό ήταν μια τεράστια παγομηχανή, λες και είχε χάσει κάθε ίχνος θερμότητας από μέσα του. Ένα ρίγος με διαπέρασε απ' άκρη σ' άκρη. Έσφιξα πιο πολύ το χοντρό σακάκι γύρω μου και άρχισα να προχωρώ πιο γρήγορα.
        Καθώς έφθασα σε ένα σημείο που ο δρόμος άρχιζε να κατεβαίνει ελικωτά μέχρι το ποτάμι, κοντοστάθηκα να σκεφτώ αν θα συνέχιζα προς τα κάτω. Η διαδρομή αυτή ήταν η πιο ομαλή, αλλά όχι και η πιο σύντομη. Έτσι αποφάσισα να πάρω ένα μονοπάτι που άρχιζε κάθετα στον δρόμο και κατέβαινε απότομα μέχρι κάτω χωρίς πολλές στροφές. Θα μ' έβγαζε σχεδόν στο ίδιο σημείο με τον χωματόδρομο, περίπου καμιά διακοσαριά μέτρα από την άκρη του χωριού. Το μονοπάτι ακολουθούσε την φυσική κλίση της πλαγιάς, κόβοντας τον δρόμο ανάμεσα από συστάδες αγριοπουναριών και σφενδαμιών, τα οποία κύρτωναν σε πολλά σημεία από πάνω του σαν αψίδες. Άλλες φορές διέσχιζε φυσικά τούνελ, φτιαγμένα από άγριους σχοίνους, γεγονός που πρόδιδε πως κάποιοι βοσκοί το χρησιμοποιούσαν ακόμη, περνώντας με τα ζώα τους από εκεί για να κατέβουν μέχρι το ποτάμι. Για περίπου ένα τέταρτο προχωρούσα γρήγορα, μέχρι που φτάνοντας στη ρίζα της πλαγιάς, βαθιά μέσα στο ρέμα του ποταμού, το μονοπάτι μαλάκωσε. Η διαδρομή έγινε πιο ομαλή. Το δρομάκι άρχιζε να πλαταίνει πλησιάζοντας στις όχθες και χανόταν από μπροστά μου πίσω από την σκοτεινή φιγούρα ενός βράχου, που το νερό δεν μπόρεσε να φάει. Εκεί το ανάγκαζε να σχηματίσει μια απότομη στροφή και να συνεχίσει την πορεία του έως την θάλασσα.
     Η βροχή είχε δυναμώσει και είχε μεταβληθεί σε καταιγίδα και εάν έκρινα από τις βροντές των κεραυνών, που πλησίαζαν από πίσω μου απειλητικά, σε λίγο θα αντιμετώπιζα πραγματικό πρόβλημα. Πάντως, αν δεν έκανα λάθος μέσα στην σύγχυσή μου, μετά από την στροφή και περνώντας από τον βράχο, θα αντίκριζα το μικρό εκκλησάκι του Άι-Γιάννη. Πίεσα τον εαυτό μου να τρέξει, παρόλο τον κίνδυνο να γλιστρήσω και να βρεθώ μέσα στα αγριεμένα νερά. Έφτασα κάτω από τον βράχο. Εκεί το μονοπάτι εγκατέλειπε την όχθη και ανέβαινε προς τα πάνω. Παίρνοντας μια ανάσα, άρχισα πάλι να τρέχω. Περνώντας από μια πυκνή συστάδα από σφενδαμια, που με ανάγκασε να γονατίσω, είδα επιτέλους τους λευκούς τοίχους της εκκλησίας μπροστά μου.
     Κάποιος πρέπει να είχε περάσει νωρίτερα από ' κει. Το εσωτερικό της ήταν φωτισμένο από ένα απαλό κιτρινωπό φως, το οποίο έβγαινε από τα παράθυρα και την σχισμή της πόρτας και την έκανε να μοιάζει σαν να αιωρούταν μέσα στο σκοτάδι. Θα με χώριζαν είκοσι μέτρα από το προαύλιο της εκκλησίας. Ο αέρας μάνιαζε δαιμονισμένα μέσα στα αυτιά μου και το νερό της βροχής με χτυπούσε με δύναμη στο πρόσωπο, μπαίνοντας στην μύτη και στα μάτια μου, κάνοντaς την προσπάθεια να φτάσω μέχρι το υπόστεγο του ναού τρομερά δύσκολη.
    Τελικά μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο, κατάφερα να φτάσω έως την πόρτα, αλλά με λύπη μου διαπίστωσα ότι όποιος την είχε επισκεφθεί νωρίτερα, άφησε την καλή του πράξη μέσα στην εκκλησία κλείνοντας την είσοδο με ένα βαρύ λουκέτο. Ταρακούνησα με δύναμη τα δυο ξύλινα φύλλα της πόρτας σε μια μάταιη προσπάθεια εκνευρισμού. Το λουκέτο που κρεμόταν ανάμεσα στα δυο μπρούτζινα δαχτυλίδια παρέμεινε ασυγκίνητο.
   Κοίταξα γύρω απελπισμένος. Η βροχή ήταν τώρα τόσο σφοδρή, που έκανε έναν απίστευτο κρότο καθώς έσκαγε με λύσσα επάνω στο ξύλινο υπόστεγο. Κόλλησα το σώμα μου με την πλάτη στην πόρτα για να προστατευτώ από το νερό, το οποίο ερχόταν κάθετα πάνω μου από τον μανιασμένο αέρα. Ένας δυνατός κεραυνός έπεσε. Το βλέμμα μου στράφηκε δεξιά προς τον κορμό μιας γέρικης ελιάς, που έπαιζε το ρόλο ενός στηρίγματος του υπόστεγου και αμέσως εντόπισα μια γυαλάδα, σαν κάτι μεταλλικό να ήταν ακουμπισμένο στην ρίζα της. Οι κεραυνοί έπεφταν ο ένας πίσω από τον άλλο και κοιτάζοντας προσεχτικά προς το αντικείμενο, είδα ότι ήταν μια μασιά, ένα μακρύ σίδερο από αυτά που σκαλίζουν τα κάρβουνα. Σίγουρα κάποιος το είχε παρατήσει εκεί από το πανηγύρι, τότε που ψήνουν στον περίβολο της εκκλησίας. Με μια γρήγορη κίνηση βρέθηκα δίπλα στον κορμό, άρπαξα μεμιάς το παγωμένο σίδερο και γύρισα πάλι πίσω στην πόρτα. Το έβαλα ανάμεσα στο λουκέτο και στο σιδερένιο δαχτυλίδι τραβώντας προς τα κάτω. Με έναν δυνατό, μεταλλικό θόρυβο, εκείνο άνοιξε σπάζοντας τον ένα κρίκο. Με ανακούφιση είδα τα φύλλα της πόρτας να ανοίγουν προς τα μέσα, αφήνοντας το γλυκό φως των καντηλιών να λούσει το πρόθυρο. Μπήκα γρήγορα μέσα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου, ασφαλίζοντας τον σύρτη, υποσχόμενος στον Άγιο να διορθώσω σύντομα την ζημιά που είχα κάνει.
      Μια γλυκιά ζέστη με τύλιξε σαν βρέθηκα στο εσωτερικό. Μπροστά από το ιερό ήταν ένα μεγάλο, ρηχό δοχείο, γεμάτο άμμο, που μέσα του έκαιγαν σχεδόν στο τέλος τα κεριά. Πήρα μερικά ακόμη από το κηροστάσιο και τα πρόσθεσα ανάβοντάς τα. Έβγαλα το σακάκι και το πουκάμισο και τραβώντας μια καρέκλα, που την έφερα κοντά στα κεριά, τα κρέμασα στην ράχη της για να στεγνώσουν. Κάθισα δίπλα για να ζεσταθώ. Έπειτα βάλθηκα να περιεργάζομαι τον χώρο. Αν και είχα βρεθεί πολλές φορές στο πανηγύρι, που γίνεται τον Μάιο προς τιμή του Αγίου. δεν είχα μπει ποτέ στην εκκλησία. Το κτίσμα φαινόταν παλιό, τουλάχιστον ενός αιώνα και εάν έκρινα από κάποια σημεία της βάσης του, πρέπει να είχε χτιστεί επάνω στα παλαιότερα θεμέλια κάποιου άλλου κτίσματος. Δεξιά και αριστερά από το τέμπλο υπήρχαν δυο μεγάλες, ξύλινες εικόνες. Η μια απεικόνιζε τον Άγιο Ιωάννη και η άλλη μια κλασσική αναπαράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Φαίνονταν αρκετά παλιές και ήταν όμορφα ζωγραφισμένες. Το ξύλινο ταβάνι με τα χονδρά δοκάρια ήταν μαυρισμένο από τον καπνό των κεριών, που χρόνια τώρα άναβαν οι διάφοροι επισκέπτες του ναού. Στο κέντρο του, εκεί όπου ενώνονταν οι αντιρίδες της στέγης με τον κεντρικό πάσσαλο στήριξης της οροφής, κρεμόταν ένας μπρούντζινος πολυέλαιος, μαυρισμένος και αυτός από την πολυκαιρία. Γύρισα προς τα πίσω για να δω το τέμπλο. Έμοιαζε πάρα πολύ παλιό, σχεδόν όσο και η εκκλησία. Εμπρός του κρέμονταν αναμμένα καντήλια από χρωματισμένο κόκκινο γυαλί, τα οποία έδιναν έναν απόκοσμο φωτισμό πάνω στα πρόσωπα των Αγίων, που ήταν ζωγραφισμένοι στο τέμπλο. Η σκαλιστή πόρτα που οδηγούσε προς το ιερό ήταν κλειστή. Σηκώθηκα και πλησίασα προς τα εκεί. Μια επιγραφή, στο πάνω μέρος των δύο φύλλων της εισόδου του ιερού, έλεγε:

"ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΕΩΣ ΜΕΝΟΥΝ ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΓΙΑ ΧΡΟΝΟΥΣ, ΜΑ ΘΑ ΥΜΝΟΥΝ ΑΙΩΝΙΑ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ"

Έσπρωξα ελαφρά τα θυρόφυλλα και αυτά άνοιξαν με ένα σιγανό τρίξιμο. Μέσα στο ιερό ο χώρος ήταν λιτός. Ένα παλιό τραπέζι έπαιζε τον ρόλο της Αγίας Τράπεζας. Το τριμμένο τραπεζομάντηλο, που την μισοσκέπαζε, φαινόταν πιο παλιό και από την ίδια την εκκλησία. Το τρεμάμενο φως ενός καντηλιού φώτιζε αχνά μια εικόνα και εγώ την πλησίασα προσεκτικά. Αυτό που αντίκρισα με παραξένεψε πιο πολύ και από τον αλλόκοτο καιρό ο οποίος λυσσομανούσε έξω, Απρίλη μήνα. Στο κέντρο του εικονίσματος στεκόταν μια μορφή γυναικεία, με υψωμένα τα χέρια σε έκταση. Γύρω από το κεφάλι Της υπήρχε ένα φωτοστέφανο σε τρεις κύκλους. Το πρόσωπο Της ήταν σβησμένο, σαν κάποιος να το είχε ξύσει με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, ενώ η φιγούρα Της στεκόταν στο κενό, ανάμεσα σε τέσσερεις άλλες γυναικείες μορφές, οι οποίες σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο γύρω από Αυτήν. Από το ύψος και επάνω εκείνου του συμπλέγματος, συνωστίζονταν δεκάδες άλλα ανθρωπόμορφα πλάσματα, που καθώς απομακρύνονταν από το κέντρο, έμοιαζαν να αποσχηματοποιούνται σε άμορφες, αέρινες μάζες. Κάτω από τα πόδια των Αγίων στροβιλιζόταν μια τεράστια πυρακτωμένη χοάνη, που στο κάτω μέρος δεξιά και αριστερά αυτής, στέκονταν κουλουριασμένα δυο τεράστια φίδια με ανασηκωμένα τα κεφάλια τους και κοιτούσαν με πλήρη υποταγή την κεντρική φιγούρα. Χαμηλά κάτω, μια επιγραφή με βυζαντινούς χαρακτήρες έγραφε:

"Η ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΜΗΤΡΟΣ" 

"Τι παράξενο", σκέφτηκα. Ήταν η πιο αλλόκοτη παράσταση της Παναγίας που είχα δει ποτέ. Τίποτε απ' ό, τι έδειχνε η ζωγραφιά δεν ταίριαζε με την χριστιανική παράδοση γι' Αυτήν.
      Ένα δυνατό και ξερό κροτάλισμα που ερχόταν από την στέγη του ναού, απέσπασε με βία την προσοχή μου από την ενατένιση της εικόνας. Ένας συνεχής μεταλλικός χτύπος ερχόταν απ' έξω. Η καμπάνα βογκούσε από το μένος της καταιγίδας, η οποία ξεσπούσε επάνω της με ριπές από χονδρό χαλάζι. Βγήκα από το ιερό και πήρα το πουκάμισο, που είχε στεγνώσει και το φόρεσα. Κατευθύνθηκα προς την έξοδο του ναού και μισάνοιξα την πόρτα. Έξω γινόταν χαλασμός. Έμοιαζε σαν ο αέρας να άλλαζε κατεύθυνση κάθε ένα λεπτό. Γρήγορα ξανάκλεισα την πόρτα και γύρισα δίπλα στο δοχείο με τα κεριά. Ακούμπησα το σακάκι και είδα ότι είχε στεγνώσει αρκετά. Το φόρεσα βιαστικά και κάθισα πάλι κάτω. Με το βλέμμα κολλημένο προς την στέγη, παρακολουθούσα το θόρυβο που έκανε η χαλαζόπτωση επάνω της. Έμεινα έτσι για αρκετή ώρα να αφουγκράζομαι την καταιγίδα.
       Θα πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν η βροχή άρχισε να υποχωρεί σταδιακά. Σηκώθηκα και ξαναπήγα προς την πόρτα. Την άνοιξα και έβγαλα το κεφάλι μου έξω. Ένα ψιλόβροχο, λεπτό σαν ομίχλη, έπεφτε τώρα και ο δυνατός άνεμος είχε δώσει την θέση του σ' ένα ελαφρύ αεράκι, που έκανε την βροχή να κυματίζει όπως ένα αραχνοΰφαντο πέπλο. Πέρα μακριά προς την θάλασσα, οι αστραπές εναλλάσσονταν η μια με την άλλη με συχνότητα δευτερολέπτων, αποκαλύπτοντας τους τεράστιους όγκους των νεφών. Φαινόταν πως η καταιγίδα τραβούσε νότια προς τα νησιά. Κουμπώθηκα γρήγορα-γρήγορα αποφασισμένος να συνεχίσω τον δρόμο μου, σίγουρος ότι θα είχαν ανησυχήσει οι δικοί μου πίσω στο χωριό. Βγήκα στο υπόστεγο και έκλεισα την πόρτα πίσω μου, βάζοντας το σπασμένο λουκέτο ανάμεσα στους ξεχαρβαλωμένους κρίκους. Έκανα μερικά βήματα προς το ροζιασμένο κορμό της ελιάς για να μπορέσω να ελέγξω καλύτερα τι γινόταν πιο πέρα. Το νερό που είχε πέσει, είχε σχηματίσει πάνω στους κλώνους της ελιάς μακριές κλωστές πάγου, σαν ιστούς αράχνης, αλλά και σε καθετί άλλο απ' όσα μπορούσα να διακρίνω γύρω μου.
     Άξαφνα, καθώς ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, ένας ακαθόριστος θόρυβος μ' έκανε να σταματήσω. Τέντωσα τα αυτιά μου και σχεδόν έπαψα να αναπνέω. Ακουγόταν να έρχεται χαμηλά από το ποτάμι. Έκανα δυο βήματα προς τα μπρος και στάθηκα ακίνητος. Τώρα ηχούσε καθαρά ένα σιγανό μουρμουρητό, σαν κάποιοι άνθρωποι να σιγοτραγουδούσαν. "Τι παράξενο. Ποιοι μπορεί τέτοια ώρα και με τέτοιο καιρό να περιφέρονται τραγουδώντας;". Εξάλλου, απ' όσο μπορούσα να θυμηθώ δεν ήταν κάποια γιορτή προς τιμή του Αγίου, ώστε κάποιοι να έρχονταν τόσο νωρίς να ετοιμάσουν την εκκλησία. Και έπειτα γιατί να έρχονται από το ποτάμι και όχι από τον δρόμο, που περνούσε καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πάνω. Εκείνη την στιγμή σκέφτηκα, πως είχα παραβιάσει την εκκλησία και το γεγονός αυτό με έκανε να μην θέλω να έχω συνάντηση με κανέναν. Εάν αναλογιζόμουν κιόλας το θρησκευτικό συναίσθημα των ντόπιων, σίγουρα θα βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Έτσι, κάνοντας μια απότομη στροφή, έτρεξα μισοσκυμμένος προς την άκρη του βράχου και χώθηκα ανάμεσα σε κάτι σχοίνους. Σύρθηκα κάτω από τους θάμνους σ' ένα κενό, που κατά παράξενο τρόπο ήταν στεγνό, αλλά φοβερά παγωμένο. Σαν να ακουμπούσα σε κομμάτια πάγου. Κράτησα πάλι την αναπνοή μου και αφουγκράστηκα ξανά. Τώρα κάποιοι ήχοι, που έμοιαζαν να βγαίνουν από σουραύλια ή φλογέρες, είχαν πάρει την θέση του μουρμουρητού. Καθώς βρισκόμουν σχεδόν στην άκρη του βράχου, σύρθηκα λίγο προς τα έξω, στην μεριά του κενού, για να κοιτάξω κάτω. Ένα πρασινωπό φως ερχόταν από χαμηλά και εκεί ανάμεσα στην ρίζα του βράχου και στις όχθες του ποταμού, συνωστίζονταν μορφές, τόσο αλλόκοσμες που με έκαναν να παγώσω ολόκληρος. Σε όλο το μήκος του μονοπατιού, το οποίο διέσχιζε την ρίζα του γκρεμού, από την αρχή του βράχου και μέχρι την αρχή της ανηφόρας, που οδηγούσε στο εκκλησάκι, στριμώχνονταν δεκάδες γυναικείες φιγούρες, οι οποίες κατευθύνονταν προς τα πάνω. Φαίνονταν όλων των ηλικιών, μικρά κορίτσια αλλά και γριές, που χτυπούσαν ρυθμικά τα κρόταλα, τα οποία είχαν ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Το φως που εξέπεμπαν από το σώμα τους είχε λούσει τον τόπο τριγύρω και έφτανε μέχρι το πρόσωπό μου, κάνοντάς με να νοιώθω μια γλυκιά θερμότητα να με αγγίζει και να διαχέεται σχεδόν μέχρι τα άκρα. Τώρα το τραγούδι τους και οι ήχοι από τα σουραύλια άρχισαν να γίνονται πιο έντονα στα αυτιά μου, καθώς η αρχή αυτής της παράξενης παρέας ανηφόριζε προς την εκκλησία. Γύρισα γρήγορα προς τα μέσα και λούφαξα πιο βαθιά στο χορτάρινο λαγούμι. Ενώ το φως δυνάμωνε πίσω από τον βράχο, ξεπρόβαλαν οι πρώτες μορφές των γυναικών. Ήταν απίστευτα ψηλές και λυγερόκορμες. Σε κάθε τους βηματισμό το φως, που ανέδιδαν, παλλόταν σαν να ήταν κάτι που τις είχε περιβάλει μέσα του. Οι λευκοί, μακριοί χιτώνες τους έμοιαζαν να είναι από κάτι αέρινο και τόνιζαν το άσπρο χρώμα που είχαν τα πρόσωπά τους. Από τα λεπτά τους χείλη ακουγόταν ολοκάθαρα πια το παράξενο τραγούδι τους:

"ΛΑΒΑ ΒΑΛΑ, ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΟΥ,
ΤΟ ΘΕΙΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΉΣ ΑΣ ΝΟΙΩΣΕΙ Η ΠΛΑΣΗ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ Η ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΑΝΑΣΑ ΑΣ ΚΟΠΑΣΕΙ"

Ένοιωθα τον ήχο, καθώς σαν κυματισμός επαναλαμβανόταν σταδιακά από μπρος προς τα πίσω στο πλήθος, να τρυπάει με μια περίεργη ηδονή το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και να ταξιδεύει σ' όλο το μήκος της ραχοκοκκαλιάς μου. Το αλλόκοτα όμορφο συναίσθημα, διακόπηκε απότομα από την εικόνα που ξεπρόβαλλε ξαφνικά πίσω από το βράχο, κάνοντας το αίμα μου να πετρώσει στις φλέβες. Μια τεράστια φιδίσια φιγούρα φάνηκε να σέρνεται ανάμεσα στις γυναίκες. Το σώμα τού πλάσματος ήταν καλυμμένο από μεγάλες κεράτινες πλάκες, οι οποίες κάθε φορά που κινούνταν κάτω από το βάρος του τερατώδους όγκου του, άφηναν να ξεχυθεί λίγο από το πρασινωπό φως που τύλιγε όλο το πλήθος. Αυτό που με άφησε, όμως, κυριολεκτικά μαρμαρωμένο από την έκπληξη, ήταν η γυναίκα η οποία καθόταν στην ράχη του ακατανόμαστου ερπετού. Φαινόταν να είναι η πιο γιγάντια απ' όλες, μα εκείνο που με έκανε να αισθανθώ τόσο τρόμο και να κουλουριαστώ σαν έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μάνας, ήταν ότι δεν είχε πρόσωπο. Τα πυκνά, μαύρα μαλλιά της στεφάνωναν μια θολή σκιά.
      Η απότομη κίνηση που έκανα προς τα πίσω, είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσουν κάποια ξερά κλαδιά από το βάρος μου. Ο θόρυβος έσκισε την νύχτα σαν χαρτί. Το τραγούδι σταμάτησε απότομα. Με μια δυνατή πνοή σφύριξαν όλα τα σουραύλια μαζί. Ένας δυνατός άνεμος άρχισε να στροβιλίζεται μπροστά από το πλήθος, που έμεινε ακίνητο σαν να πάγωσε. Η καρδιά μου κόντευε να πεταχτεί από το στήθος, καθώς άρχισαν να σαλεύουν από πίσω προς το μπρος και το τεράστιο ερπετό κινήθηκε γρήγορα ανάμεσά τους. Με δυο, απίστευτης ταχύτητας, κινήσεις, βρέθηκε σχεδόν πάνω από τον θάμνο που είχα κρυφτεί. "Θεέ μου, ας είναι όνειρο", ψιθύρισα. Γιατί αν δεν ήταν, σίγουρα πλησίαζε το τέλος μου.
Το πλάσμα, ενός άλλου κόσμου, έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος μου και ξεφύσησε επάνω μου. Η ανάσα του ήταν παγωμένη σαν χίλιες χιονοθύελλες. Ένοιωθα τον εαυτό μου να με εγκαταλείπει. Το στόμα μου έτρεμε με ρυθμό απίστευτο, από φόβο ή κρύο, είτε και απ' τα δύο μαζί. Και εκεί που πίστευα πως όλα τελείωσαν, την παγερή ησυχία έσπασε το λάλημα ενός πετεινού. Το κεφάλι του ερπετού τινάχτηκε προς τα πάνω με μια απίθανα γρήγορη κίνηση. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα ανατολικά και μύρισε τον αέρα. Ο πετεινός ξανακούστηκε για δεύτερη φορά. Τότε μια αναστάτωση επικράτησε ανάμεσα στα πλάσματα, η οποία σταμάτησε δευτερόλεπτα μετά. Το μακρινό κρώξιμο ήρθε και πάλι για τρίτη φορά. Το φίδι κουλουριάστηκε προς τα πίσω και η γυναίκα στην ράχη του έβγαλε μια συριχτή φωνή, σαν σφύριγμα, που νόμισα πως θα έσπαγαν τα τύμπανα των αυτιών μου.
Άξαφνα τα σουραύλια, οι φλογέρες και τα κρόταλα άρχισαν πάλι να παίζουν. Το τραγούδι ξανακούστηκε και οι γυναίκες ξεκίνησαν πάλι να προχωρούν, πιο γρήγορα τώρα. Το φοβερό ερπετό πήρε θέση μπροστά τους και με τους ερπετίσιους ελιγμούς του οδήγησε την ομάδα. Όταν και η τελευταία γυναίκα πέρασε από μπροστά μου και αφού όλες μαζί άρχισαν να χάνονται πίσω από τους χαμηλούς λόφους, μέσα σε μια πράσινη, φωσφορίζουσα ομίχλη, η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπάει κανονικά. Έμεινα στην θέση μου για μερικά λεπτά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι μού είχε συμβεί. Ό, τι και να σκεφτόμουν δεν έδινε μια λογική εξήγηση. Εκείνο, όμως, που μπορούσα να δω ήταν η εντυπωσιακή αλλαγή του καιρού και ότι ο παγωμένος αέρας του βορρά είχε δώσει την θέση του σε ένα ζεστό αεράκι, το οποίο ερχόταν από την θάλασσα.
     Σηκώθηκα μουδιασμένος από το χώμα και βγήκα απ' την κρυψώνα μου. Μια αχτίδα ηλιακού φωτός διέσχισε τον ουρανό ως πέρα στα βουνά, βάφοντάς τα κόκκινα. Τα βαριά σύννεφα είχαν αλλάξει πορεία και κατευθύνονταν σαν μαύρα βέλη, πίσω προς τον βορρά.
Τίναξα το χώμα και τα ξερά φύλλα από πάνω μου, πήρα μια βαθιά ανάσα από τον γλυκό αέρα και ακολούθησα το μονοπάτι προς τα κάτω. Ένας τρυποφράκτης, που στεκόταν σ' ένα κλαδάκι, με κοίταξε γεμάτος περιέργεια, σαν να ήταν και αυτός μάρτυρας των γεγονότων. Καθώς περνούσα δίπλα του, έσμιξα τα χείλη μου και του σφύριξα. Η γλυκιά απάντηση του κελαηδίσματός του ήχησε σαν βάλσαμο στα αυτιά μου. Χαμογέλασα κλωτσώντας ένα χονδρό χαλίκι. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα πίστευε κανείς τίποτα απ' όλα όσα είδα.



"Η Παγωνιά", διήγημα ανώνυμου συγγραφέα.



   
 






Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Στην Δίνη των Σιωπών, Τα Μονοπάτια του Πεπρωμένου, βιβλίο 1, κεφάλαιο Ζ΄, Η Οργή, (απόσπασμα).

- Επιθυμείτε να σας φέρω κάτι, Μάστα; -
Η φωνή που ακούστηκε απροειδοποίητα επάνω από τον ώμο του τον αιφνιδίασε και τον έκανε να γυρίσει προς το μέρος της απότομα. Ένα κορίτσι στεκόταν υπομονετικά λίγα βήματα πιο πέρα, όμως, καθώς δεν υπήρχε κάποιο αναμμένο φως στον εξώστη, ο Χένρυ δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καλά τα χαρακτηριστικά της. Το μόνο που διέκρινε καθαρά στο αντιλάμπισμα της φωτιάς, η οποία έκαιγε στην αυλή, ήταν η ιδιαιτέρως λεπτοκαμωμένη φιγούρα της. Πάντως, τόσο η κοψιά της, όσο και η φωνή της τον διαβεβαίωναν, πως τού ήταν εντελώς άγνωστη.
- Με τρόμαξες. Νόμιζα, πως ήσαστε όλοι κάτω. - την αποπήρε, μα μόλις την είδε να σκύβει το κεφάλι της με κάποιον φόβο, μαλάκωσε αμέσως τον τόνο του.
- Δεν χρειάζομαι τίποτα. Σε ευχαριστώ. -
Η κοπέλα βιάστηκε να απομακρυνθεί, μα ο νέος έξαφνα άλλαξε γνώμη.
- Περίμενε. - την σταμάτησε.
- Άναψε την λάμπα. Αυτή στο απέναντι δοκάρι. - της ζήτησε ήρεμα, ενώ την παρακολούθησε με το βλέμμα του.
Εκείνη πήγε πειθήνια προς το σημείο, όπου κρεμόταν το μεταλλικό φανάρι, άπλωσε το χέρι της, αλλά το κοντό της ανάστημα δεν της επέτρεψε να το φτάσει. Έκανε άλλη μια προσπάθεια, που και αυτή όμως κατέληξε σε αποτυχία. Έπειτα και χωρίς να διστάσει καθόλου, ανασήκωσε ελαφρά το φόρεμά της και σκαρφάλωσε στην μεσαία, οριζόντια δοκό των κιγκλιδωμάτων προκειμένου να κερδίσει λίγο ύψος. Ωστόσο, σαν τεντώθηκε ξανά, φάνηκε να χάνει την ισορροπία της. Ο Χένρυ αντέδρασε ακαριαία. Πετάχτηκε αμέσως από την θέση του, έσπευσε γρήγορα κοντά της και την άρπαξε γερά από την μέση. Έπειτα την κατέβασε κάτω με ασφάλεια, ενώ πρόσεξε έκπληκτος το πόσο ελαφριά ήταν.
- Σου είπα να ανάψεις την λάμπα. Όχι να τσακιστείς στην αυλή! - την μάλωσε.
- Δώσε μου τα σπίρτα σου. - της είπε κατόπιν, όπως ξεκρεμούσε το φανάρι.
Εκείνη έβγαλε το κουτάκι από την τσέπη τής ποδιάς της και του το έδωσε. Όταν ο Χένρυ άναψε την λάμπα, την έστρεψε ελαφρώς προς το μέρος της για να δει το πρόσωπό της και τότε νέα έκπληξη τον κυρίευσε. Ήταν ένα από τα γλυκύτερα και συμπαθέστερα πλάσματα που είχε δει ποτέ του, με τα πιο μελιά μάτια του κόσμου. Επιπροσθέτως και το πιο αδύνατο.  
- Πώς σε λένε; - την ρώτησε.
- Ντζούμπι. - αποκρίθηκε εκείνη δειλά.
- Τί όνομα είναι αυτό; Πρώτη φορά το ακούω. -
- Δεν είναι όνομα, Μάστα. - του απάντησε αμέσως.
- Και τί είναι τότε; -
- Ντζούμπι σημαίνει «φάντασμα». - του εξήγησε με κάποια ντροπή και ο νέος μετά δυσκολίας συγκράτησε την απρόοπτη θυμηδία του.
- Δεν μού φαίνεται παράξενο που σε ονόμασαν έτσι, εάν σκεφτεί κανείς το πώς βγήκες πριν από το σκοτάδι και με κατατρόμαξες. - την πείραξε με σοβαρότητα, αλλά το κορίτσι μειδίασε αυθόρμητα.
Ο νεαρός Μπέρνς ξαφνιάστηκε από την ευχαρίστηση, που έδρεψαν απρόσμενα οι αισθήσεις του από εκείνο το χαμόγελό της.
- Πότε ήρθες στην Φλόγουα; - την ρώτησε πάλι.
- Πριν από μια εβδομάδα, Μάστα. -
- Και ποιός σε προσέλαβε; -
- Ο Πάπα Σαμ. -
Ο Χένρυ την κοίταξε για μερικές στιγμές με αβέβαιη διάθεση.
- Πήγαινε τώρα στην δουλειά σου ή όπου αλλού θέλεις. - την προέτρεψε ήσυχα.
- Και να αρχίσεις να τρως περισσότερο φαγητό. - πρόσθεσε με έμφαση, καθώς τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της και επέστρεψε πίσω στην πολυθρόνα του.
Την ίδια στιγμή, λίγα μόλις μίλια μακρύτερα από το υποστατικό, στα δυτικά σύνορα της Φλόγουα, η Ίνι σηκωνόταν από το χωμάτινο πάτωμα τής καλαμένιας καλύβας της, έχοντας μόλις τελειώσει κάτι που έμοιαζε με τελετή. Στο συνήθως ανέκφραστο πρόσωπό της υπήρχε τώρα ένα μυστηριώδες μειδίαμα.
Η πόρτα της καλύβας άνοιξε εκείνη την ώρα και στο εσωτερικό της εισήλθε ο Σαμ.
- Σε περίμενα νωρίτερα, Πάπα. - τον υποδέχτηκε χωρίς να τον κοιτάξει, ενώ πήρε την πίπα της και κάθισε σε ένα μικρό σκαμνί.
- Έπρεπε να περάσω πρώτα από το χωριό, γι’ αυτό άργησα. - της απάντησε ο ηλικιωμένος άνδρας, όπως ξεκρέμασε από τον ώμο του μια υφασμάτινη τσάντα και άρχισε να αδειάζει το περιεχόμενό της επάνω σε ένα τραπέζι.
- Σου έφερα φαγητό και ό, τι άλλο ζήτησες. - της είπε, αλλά η Μάμπο τον διέκοψε.
- Είναι πίσω στην Φλόγουα; -
Ο Σαμ την κοίταξε με απορία, αλλά εκείνη γέλασε.
- Δεν είναι όλα δουλειές των πνευμάτων, Πάπα. Έκανες τρεις ημέρες να φανείς και έτσι το υπέθεσα. -
Άναψε την πίπα της και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά.
- Ήρθε μόνος του; - ζήτησε να μάθει και ο άνδρας απλώς έγνεψε θετικά.
- Πώς είναι; - επέμεινε η Μάμπο.
- Είναι καλά. Μοιάζει ευτυχισμένος. - αποκρίθηκε ο Σαμ, αλλά είδε την Ίνι να ανασηκώνει τα λεπτά της φρύδια με ειρωνεία.
- Ίσως να είχες καλύτερα αποτελέσματα, εάν δεν του είχες μιλήσει τόσο άσχημα. - της είπε επικριτικά.
- Γνωρίζεις, ότι ποτέ δεν ήθελα να του μιλήσω. - απάντησε η γυναίκα με περιφρόνηση.
- Το έκανες όμως και μάλιστα με τον πιο λανθασμένο τρόπο, ενώ έπειτα έφυγες κιόλας. -
- Έπρεπε να φύγω. -
- Γιατί; Δεν σε έδιωξε. -
Η Μάμπο μόρφασε με δυσαρέσκεια.
- Δεν θέλω να είμαι εκεί, Πάπα, όταν θα συμβούν τα γεγονότα. -
Ο Σαμ την κοίταξε σκεπτικός, ενώ η Ίνι έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό φυλαχτό και του το προσέφερε.
- Θα ήταν καλύτερο να το κουβαλάει επάνω του, αλλά εάν δεν τα καταφέρεις, απλώς κρύψε το κάτω από τα στρώματά του. - τον συμβούλεψε.
- Ποτέ δεν είδα ξεκάθαρα τι είναι αυτό που έρχεται, αλλά διέκρινα από την αρχή τα σημάδια του. Στο είπα και άλλοτε, πως οτιδήποτε κι αν πράξουμε εμείς οι δύο, είναι μονάχα για να του δώσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία και ανακούφιση. Δεν μπορούμε όμως να αλλάξουμε τα σχέδια, τα οποία έπλεξε γι’ αυτόν η μοίρα. Εκείνος είναι ο μόνος που μπορεί, αλλά με πείσμα εξακολουθεί να τυφλώνει τον εαυτό του. -
Τα λόγια της Ίνι ήχησαν ζοφερά, μα αμέσως πρόσθεσε με κάποια αφανή ελπίδα.
- Παρ’ όλα αυτά, ίσως τα πνεύματα τού στέλνουν μια τελευταία ευκαιρία. -
Ο Σαμ την κοίταξε με ερωτηματικό ύφος.
- Ό, τι αρνείται να κάνει ο ίδιος, ενδεχομένως να το καταφέρει ένα μικρό ντζούμπι. - του είπε σιβυλλικά, μα έπειτα σηκώθηκε από το σκαμνί της και βγήκε από την καλύβα.


Από το υπό συγγραφή μυθιστόρημα, "Στην Δίνη των Σιωπών, Τα Μονοπάτια του Πεπρωμένου", βιβλίο 1, κεφάλαιο Ζ΄, Η Οργή. Ειρήνη Φ. Φώτη, 2020.







Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Στην Δίνη των Σιωπών, Τα Μονοπάτια του Πεπρωμένου, βιβλίο 1. Κεφάλαιο Α΄, Στο Αρχοντικό του Τοξότη, (απόσπασμα).

      Λένε, πως ο άνθρωπος που γεννιέται, έχει δύο επιλογές στην ζωή του· να βαδίσει προς το φως ή να ακολουθήσει το σκοτάδι. Λένε, επίσης, πως η φύση του είναι εκείνη, που διαλέγει την αρετή ή την κακία. Είναι, όμως, άραγε δική του η επιλογή αυτή; Είναι τάχα ο ίδιος, που καθορίζει την πορεία του στα μονοπάτια της ζωής ή ενώ βρίσκεται ανάμεσα σε μια διαρκή πάλη υπερφυσικών νοήσεων, πέφτει τελικώς στις δίνες τού αποτελέσματος τής διαμάχης τους;
        Μακριά, κάπου στο βάθος, ο Χάλκινος Γίγαντας έγερνε αργά πίσω από τα θεμέλια του ουρανού και έβαφε την πλάση με χρώματα, που δεν μπορούσε να συλλάβει απόλυτα ο ανθρώπινος νους. Ένας άνδρας στερέωνε το σώμα του στη κουπαστή και άφηνε το βλέμμα του να πλανάται ήρεμα επάνω από τον αχανή, υδάτινο ορίζοντα. Ο αλμυρός, θαλασσινός άνεμος έδερνε τη ψηλή, στιβαρή φιγούρα του, ενώ ο τριγμός των κάβων επάνω στα θεόρατα ιστία μονοπωλούσε από ώρα την ακοή του. Το παράστημά του εξέπεμπε πρόδηλα ακεραιότητα και κύρος και καταδείκνυε με βεβαιότητα μια αρχοντική καταγωγή.
        Βρισκόταν στο κατάστρωμα εδώ και κάμποση ώρα. Στεκόταν ασάλευτος στη θέση του και αγνάντευε με επιμονή την πλατιά θάλασσα εμπρός του. Το αυστηρό πρόσωπό του ήταν φαινομενικά ανέκφραστο και στην όψη του κυριαρχούσε η τέλεια απουσία συναισθημάτων. Αν, ωστόσο, κάποιος κοιτούσε προσεκτικότερα, θα αντιλαμβανόταν ότι ο νους ήταν κυριευμένος από μολύβδινες σκέψεις, που έκαναν τις απόλυτες γραμμές των χειλιών να σφίγγονται ασυναισθήτως και τους κροτάφους να συσπώνται νευρικά κάτω από τα πλούσια, σπαστά μαλλιά.
      Είχαν περάσει σχεδόν δεκατρία ολόκληρα χρόνια από την πρώτη φορά, που είχε πατήσει το πόδι του σε ετούτους τους μακρινούς τόπους, οι οποίοι είχαν την σαγήνη τού ονείρου, αλλά ομοίαζαν αναμφίβολα με κατάρα. Κάθε φορά που τους αποχωριζόταν, όπως τώρα, ορκιζόταν με πείσμα στον εαυτό του ότι δεν θα γύριζε ξανά κοντά τους. Και όμως, πάντοτε αθετούσε την υπόσχεσή του, σαν εκείνες οι παράδοξες μαγγανείες, που φύονταν στα χώματά τους, να έδεναν γερά την ψυχή του και να τον καταδίκαζαν να επιστρέφει πίσω σε αυτούς.


Απόσπασμα από το υπό συγγραφή μυθιστόρημα, "Στην Δίνη των Σιωπών", Βιβλίο 1, Τα Μονοπάτια του Πεπρωμένου. Μέρος Α΄, Κεφάλαιο Α΄, Στο Αρχοντικό του Τοξότη. Ειρήνη Φ. Φώτη, 2020.





 

 

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Ο Νόμιμος Κηδεμόνας", Κεφάλαιο Ι΄, Το Όνειρο.

 «Σταματώ έξω από την κλειστή, βαριά θύρα του ναού και αφήνω το βλέμμα μου να χαϊδέψει αχόρταγα το σκούρο ξύλο με τα χονδρά, σιδερένια καρφιά. Απλώνω το χέρι μου για να τα αγγίξω. Τα δάχτυλα μου ακουμπούν απαλά στο παγωμένο μέταλλο και το θυρόφυλλο τρίζει μελαγχολικά και υποχωρεί αργά, δίχως να το σπρώξω. Η είσοδος ανοίγει. Μού επιτρέπεται να διέλθω».

«Η ανεπαίσθητη μυρωδιά από κερί και λιβάνι κατακλύζει νοσταλγικά την όσφρηση μου. Κανένας δεν βρίσκεται μέσα. Απόλυτη ησυχία κυριαρχεί στα σκιερά, δροσερά, γαλήνια σπλάγχνα του ναού. Στο βάθος ορθώνεται ιερό και σεμνό το μαρμάρινο ομοίωμα της Θεοτόκου, που περικλείει με στοργή στην παρθενική αγκαλιά το Θείο Βρέφος, ενώ στην βάση του πολλές σειρές από μικρά καντήλια αφήνουν το τρεμάμενο, χλωμό φως τους να διαχέεται αμυδρά στον χώρο».

«Προχωρώ ενδιάμεσα από τα κερωμένα, δρύινα στασίδια, ακούγοντας τα βήματα μου να αντηχούν παράξενα επάνω στις καμαρωτές αντηρίδες και στους θόλους, λες και ψιθυρίζουν μυστικές λέξεις, που δεν μπορώ ή δεν πρέπει να ακούσω. Φτάνω κοντά στην Αγία Μητέρα».

«Σηκώνω το βέλο, ταπεινώνω την ματιά, γονατίζω ευλαβικά και γέρνω το κεφάλι στο στήθος για να προσευχηθώ. Αισθάνομαι ασύλληπτη ηρεμία. Ειρήνη διέπει το πνεύμα μου. Ξεκινώ την σιωπηλή δέηση μου, αλλά το χέρι κάποιου ψαύει τρυφερά τον ώμο μου. Υψώνω χωρίς φόβο το βλέμμα μου και τον αντικρίζω. Είναι εκείνος, ο κύριος μου! Βρίσκεται στο πλάι μου ορθός και με κοιτάζει επίμονα. Η όψη του είναι ήρεμη και φωτεινή, ενώ το ελαφρύ χαμόγελό που λυγίζει τα ωραία του χείλη, αποπνέει θεϊκή καλοσύνη, ουράνια αγνότητα. Στο ένα χέρι κρατά ένα κόκκινο Ρόδο, τόσο κόκκινο όσο κανένα αληθινό. Είναι τόσο καλοσχηματισμένο, ώστε ξεχωρίζουν και τα εκατό άλικα ανθόφυλλά του, επάνω στα οποία αστράφτουν, σαν τα πιο λαμπερά διαμάντια, μικρές σταγόνες δροσιάς. Δεν μου μιλά, παρά μονάχα μού προσφέρει το καταπόρφυρο άνθος. Το δέχομαι αισθανόμενη πελώρια, καυτά κύματα βαθιάς, ειλικρινούς αγάπης να νίπτουν την καρδιά μου και το κλείνω προσεκτικά μέσα στις παλάμες μου. Δάκρυα ευτυχίας κυλούν από τα μάτια μου. Ανακατεύονται με τις στιλπνές δροσοσταλίδες. Δρόσος ανέφικτης ευδαιμονίας τυλίγει το πνεύμα μου με θεϊκή γενναιοδωρία».

«Όμως, τί συμβαίνει ξαφνικά;! Γιατί τα πάντα γύρω μου σκοτεινιάζουν αλλόκοτα και τρομακτικά;! Που πήγε το γλυκό ημίφως, που γλιστρούσε νωχελικά από τα γυάλινα ανοίγματα;! Γιατί ο αέρας άρχισε να ουρλιάζει αποτρόπαια και να εισχωρεί βίαια από τις χαραμάδες;! Τα τζάμια των παραθύρων τρίζουν όλα μαζί απειλητικά και οι μειλίχιες φλόγες από τα αγιοκέρια τρεμοπαίζουν άγρια. Οι σκιές πυκνώνουν, ο φοβερός δράκος στον τοίχο φαίνεται να σαλεύει κάτω από το κοντάρι του Αγίου και οι ψυχές στο Καθαρτήριο μοιάζουν να ζωντανεύουν, να ωρύονται σπαρακτικά αγωνιώντας για την επερχόμενη ώρα της κρίσης».

«Ζόφος σκεπάζει την ημέρα και φρικτή φασαρία ταράζει την γαλήνη! Σφοδρές, αέρινες, δαιμονικές ριπές παραβιάζουν το άβατο του ναού και παρασύρουν με μανία το πέπλο μου, δέρνουν φρενιασμένα το φόρεμα μου, λύνουν τα μαλλιά μου και τα ανεμίζουν λυσσαλέα».

«Αναζητώ εκείνον, μα εκείνος δεν είναι πια εδώ. Φόβος! Ανείπωτος φόβος με κυριεύει τότε! Όχι για εμένα, αλλά για το άνθος που ακόμη βαστώ στα χέρια μου. Μη τσακιστεί, μη διαλυθεί, μη χαθεί! Το κρύβω στα στήθη μου για να το προστατεύσω, αλλά αίφνης κάποιος το αρπάζει και το αποσπά από τον κόρφο μου με βιαιότητα. Ο καταπράσινος μίσχος σύρεται ανάμεσα στις χούφτες μου και τα αγκάθια του τις σκίζουν σαν το γυαλί. Αίμα στάζει επάνω στο λευκό μου φόρεμα και το ποτίζει βαθιά. Ποιός κλέβει το λουλούδι της ζωής;! Ποιός παίρνει μακριά μου την ευτυχία;! Άφατη οργή κατακλύζει τα σωθικά μου. Πού είναι;! Ποιός είναι;! Θεέ μου! Η φιγούρα του με παγώνει. Είναι ανθρώπινο πλάσμα; Όχι, είναι γίγαντας! Είναι ένας κολοσσιαίος δαίμονας με ανθρώπινη μορφή! Η μαύρη κάπα του μοιάζει να θέλει να με καταπιεί. Το πρόσωπο του είναι ονειρικά όμορφο, μα συνάμα διαβολικά ψυχρό σαν τους κόλπους της αβύσσου. Τα εύμορφα μάτια του με θωρούν αμείλικτα, ζοφερά, γεμάτα αναίδεια και μου προξενούν έσχατη αποστροφή, ενώ τα ευειδή χείλη του μού χαμογελούν φιλήδονα και αποκρουστικά, βεβαιώνοντας την σχέση του με τους ακάθαρτους, αποτροπιαστικούς και βδελυρούς τόπους του αιωνίου πυρός».

«Αλίμονο! Κρατά το ρόδο και το τείνει επιδεικτικά προς το μέρος μου. Απλώνω με λαχτάρα τα χέρια μου για να το φτάσω, αλλά ο καταχθόνιος άνδρας το πετά ευθύς στο πάτωμα. Kαι εκείνο! Ω, εκείνο συνθλίβεται, καθώς το πατά με τρομερό μίσος. Αφανίζεται κάτω από το αφόρητο βάρος. Έπειτα κραυγάζει! Η αφύσικη κραυγή του μετατρέπεται σταδιακά σε ένα φρικαλέο, ειδεχθές γέλιο, που ηχεί θηριωδώς στον βεβηλωμένο ναό. Κλείνω τα αυτιά μου για να μην ακούω. Ξεσπώ σε σπαρακτική οιμωγή. Άγια Μητέρα βοήθησε με!».

Ξύπνησα αλαφιασμένη και δάκρυα έτρεξαν από τις άκρες των ματιών μου. Κοίταξα τριγύρω μου έντρομη, πιστεύοντας προς στιγμή, ότι εκείνος ο καταραμένος εφιάλτης είχε αποδράσει λαθραία μαζί μου από τον κόσμο της υπνοφαντασίας και με παρακολουθούσε ακόμη με το ζοφώδες, παγερό, κτηνώδες βλέμμα του από κάποια σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Όμως, όχι. Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει το περασμένο βράδυ και το Άρτσερ Χώλ ήταν απολύτως βυθισμένο σε απέραντη, γλυκιά γαλήνη. Έξω από το παράθυρο μου η ροδοδάκτυλη αυγή υποσχόταν τον ανέκκλητο ερχομό του εαρινού φωτός, ενώ τα πουλιά προϋπαντούσαν με τον θεσπέσιο ψαλμό τους το ξύπνημα του Θεϊκού Βασιλείου. Τα πάντα διαφεντεύονταν από ουράνια αρμονία. Τίποτα ασυνήθιστο στον αέρα, τίποτα παράξενο στο φέγγος της αγλαής Ηούς.



Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

"Το μικρό κορίτσι μέσα μου". Βασιλική Λεμπέση. Ποίημα.


"Το μικρό κορίτσι μέσα μου."

Ποίημα.


Το μικρό κορίτσι μέσα μου δεν παίζει

και έμεινε να κοιτάει

τα γδαρμένα του γόνατα

και αυτά τα πλάσματα πιο πέρα

νομίζω ότι γελάνε

μαζί του

από κάπου ακούγεται μουσική

ή κάτι παρόμοιο

όταν σταματήσει θα αποκοιμηθεί

θα ξεχαστεί

θα χαθεί

ανοίγει τα μάτια

κοιτάει τα γόνατα

όλα είναι στην θέση τους

και ο πλακούντας

και αυτός

 εκεί

στην παιδική αγκαλιά της

του λέει παραμύθια

τον χαϊδεύει τρυφερά

όλοι θα πεθάνουν νωρίς

του λέει

μόνο εμείς, μόνο εμείς θα ζήσουμε για πάντα

και δεν θα νιώθουμε χαρά

ούτε θλίψη

και θ’αγαπιόμαστε παράφορα

και ας γελάνε αυτοί στην γωνία

δεν ξέρουν

τίποτα δεν ξέρουν

και την μουσική εγώ την φτιάχνω

για να μας διασκεδάζω

και αυτή η έξω σαραντάρα μας

κορόιδο πιάστηκε

μεγάλωσε

και σταμάτησε να παίζει

κάποιος ροκανίζει κρυφά τον χρόνο της

και θα πεθάνει

μόνη.


φωτογραφία: Part 4 (acrylics on wood panel 40 x 40 cm), έργο του εικαστικού Παναγιώτη Τεμπελόπουλου.



Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Γεια σου, μικρέ ταξιδευτή μου.

Γεια σου, μικρέ ταξιδευτή μου, ίσα που πέρασες από ετούτη την γη, σαν μια ανάσα ανέμου. Ίσα που πρόλαβα να σ' αγαπήσω τόσο, όσο χρειαζόταν για να πληγωθώ έως τα βάθη της καρδιάς. Ψυχούλα αγνή, ψυχούλα μικρή, πόσο βιάστηκες και για πού κίνησες νωρίς; Δεν σού άρεσε ο Ήλιος, η δροσιά, το χάδι; Σαν πεφταστέρι φάνηκες στον ουρανό, μια στιγμή ζωής, μια στιγμή πνοής.

Γεια σου, μικρέ ταξιδευτή μου, γλυκιά παρέα μου, χτυποκάρδι Αγγέλων. Μην με ξεχάσεις εκεί όπου πηγαίνεις, δεν θα σε ξεχάσω και γω. Θα 'ρθει μια ώρα που στα χέρια μου θα σε κρατήσω πάλι, που στην αγκαλιά μου θα κρυφτείς ξανά. Εκεί όπου ο πόνος ξεθωριάζει και οι λυγμοί γίνονται δροσερές στάλες βροχής στα μέτωπα των βασανισμένων.

Γεια σου, μικρέ ταξιδευτή μου, πάρε μαζί σου, στο άγνωστο ταξίδι που τραβάς, αυτό το μικρό κομματάκι απ' την ψυχή μου και φύλα το στον κόρφο σου ως μονάκριβο φυλακτό σου. Μην με ξεχάσεις, δεν θα σε ξεχάσω και γω.




Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Εικόνες μιας στιγμής.

Είναι το σφύριγμα ενός πλοίου κάπου στην κοντινή αποβάθρα, που κάποιο βαθύ σούρουπο ετοιμάζεται να αποπλεύσει για μέρη μακρινά, θαλασσινά.
Είναι οι ζωηρές φωνές και τα γέλια ενός μπουλουκιού πιτσιρικιών στο πάρκο ενός δρόμου, την στιγμή που κουρασμένος τον περνάς.
Είναι το τραγούδι από το ραδιόφωνο που αντηχεί παράξενα στους τοίχους των ψηλών πολυκατοικιών μιας Αθηναϊκής γειτονιάς.
Είναι ο χαρμόσυνος ήχος της καμπάνας του χωριού κάποια Κυριακή, που το ελαφρύ αεράκι την ταξιδεύει από μακριά αναδεύοντας συνάμα μαγικά την ευωδία του φασκόμηλου με δυο σταγόνες πρωινής δροσιάς.
Είναι οι εικόνες, τα αρώματα, οι ήχοι των στιγμών, που σού θυμίζουν πως κάποτε γεννήθηκες για να κάνεις όνειρα μοναδικά. Πώς άλλοτε όλα εξαρτούνταν μονάχα από τα μικρά, απ' τα απλά, από τα λιγότερο λαμπερά.
Είναι όλα εκείνα που ασυλλόγιστα προσπέρασες και ίσως μερικές φορές ακόμα προσπερνάς.
Είναι η απλότητα, η οποία υμνεί την μεγαλοσύνη, είναι η ζωή που σε χτυπά στον ώμο τρυφερά και σου χαμογελά γλυκά.

Ιούλιος 2020.



Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020


Μπορείτε να αναζητήσετε το μυθιστόρημα ο "Νόμιμος Κηδεμόνας" στο βιβλιοπωλείο Μακρής, Αριστομένους 6, Καλαμάτα. 

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Έχεις ποτέ;

Έχεις ποτέ απελπιστεί για το σκοτάδι του κόσμου γύρω σου;
Έχεις ποτέ κλάψει για μια μεγάλη ιδέα;
Έχεις ποτέ νοιώσει τα στήθη σου να καίνε από την προσμονή της;
Έχεις ποτέ αισθανθεί το δέρμα σου να αναριγεί από μεγάλη συγκίνηση για κάτι σπουδαίο, κάτι που δεν αφορά εσένα και τον μικρό κόσμο γύρω σου;
Έχεις ποτέ ονειρευτεί το απραγματοποίητο και εάν ναι, έχεις ποτέ πιστέψει στην αλήθεια της ύπαρξης του;
Έχεις ποτέ αφουγκραστεί την αιώνια ανάσα των βουνών; Άκουσες ποτέ τί σου λένε;
Έχεις ποτέ μυρίσει το πραγματικό άρωμα της ζωής; Εκείνης που σιγοτραγουδά τον θάνατο για την λευτεριά;
Έχεις ποτέ πει στον εαυτό σου, σαν υπόσχεση, πώς εσύ θα θυσιαστείς για τον Ήλιο, για την θάλασσα, για τον αέρα, για το φως, για τους πολλούς;
Έχεις ποτέ μουρμουρίσει λόγια ανθρώπινα και αδύναμα, μα και συνάμα ιερά και μεγάλα;
Έχεις ποτέ θυμηθεί για τί είσαι προορισμένος; Έχεις άραγε ποτέ αισθανθεί άνθρωπος;

"Έχεις ποτέ;" Ειρήνη Φ. Φώτη, Ιούνιος 2020.








Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Περαστικές σκέψεις, 2015.


Από τις ανέκδοτες "Περαστικές σκέψεις". (2015)

"Καρτερούσα πάντα μια μεγάλη στιγμή, που ποτέ δεν ήρθε. Δεν ήρθε ή εγώ δεν κατάλαβα, πως με προσέγγισε και μου ψιθύρισε στο αυτί: «σε νοιάζομαι, είμαι εδώ»; Φοβάμαι. Καθώς το σκέφτομαι, φοβάμαι. Τρέμω την ανικανότητα μου να αισθανθώ. Αποστρέφομαι τον ενθουσιασμό, που με καταλαμβάνει. Αυτόν που με κάνει να επιθυμώ να σπάσω τον εαυτό μου σε κομμάτια και να τον προσφέρω οικειοθελώς ακριβώς μπροστά στα πόδια τού θυσιαστηρίου. Περισσότερο, όμως, φοβάμαι την μιζέρια· εκείνο το συναίσθημα, που ακολουθεί την "αυτοθυσία". Την μιζέρια, που θα έρθει μετά· εκείνη, που θα με κάνει να σιχαθώ. Το αίσθημα του κενού και της υποκρισίας. Δεν σε θέλω. Νόμιζα, πως σε ήθελα. Είμαι μισή, δεν νοιώθω. Είμαι νεκρή σε σώμα ζωντανό, που με βασανίζει. Εσύ φταις, που το καλό δεν ήρθε. Εγώ δεν ευθύνομαι για τίποτα. Εσύ φταις για όλα. Σού προσέφερα τον εαυτό μου και εσύ τον πέταξες σε ένα κάδο σκουπιδιών. Αυτό με βολεύει. Με ανακουφίζει μέσα στο παραλήρημα του εγωισμού. Κλείνω την λάμπα και πέφτω για ύπνο. Τώρα είμαι ήσυχη. Αν σκεφτώ κιόλας, πως ποτέ δεν νοιάστηκες για εμένα, ίσως να ονειρευτώ την επόμενη θυσία μου. Καληνύχτα."


Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Σκέψεις μιας στιγμής.

Όταν φώναξα χαρούμενη πως ζω, μού απάντησε: "όχι" ο θάνατος και ενώ ούρλιαζα: "πεθαίνω", αποκρίθηκε γελώντας η ζωή.

Ειρήνη Φ. Φώτη, Μάιος 2020.


Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Η Ψυχή των Ανθρώπων.

- Ποιά είναι αυτή η όμορφη κοπέλα, που στην άκρη του βράχου μονάχη στέκει;
Ποιά είναι εκείνη που αγναντεύει την πλατιά, ανταριασμένη θάλασσα, τον νεφοσκεπή ουρανό και κλαίει;
Για ποιόν τραγουδά και τί το θλιβερό άσμα της λέει;
Για ποιόν τα μαύρα μάτια της γεμίζουν δάκρυα και ποιόν περιμένει;
- Είναι το τραγούδι της βαρύ και μέσα από τής καρδιάς της τα βάθη βγαίνει.
Τα παιδιά της αποζητεί και για εκείνα κλαίει.
Είναι χαμένα στο σκοτάδι από καιρό, λέει και το τραγούδι της ποθεί, φάρος ολόφωτος του γυρισμού τους να σταθεί.
Είναι αυτή, η ψυχή των ανθρώπων, μητέρα τους μονάκριβη, που τους θρηνεί, πίσω στην στοργική αγκαλιά της τους επιθυμεί.
Χίλιες υποσχέσεις με τα λόγια της τους δίνει, την αγάπη, την αξία, την ελπίδα, την ειρήνη.
Μα πώς να την ακούσουν οι καημένοι;
Μέσα στον θόρυβο και στην σκοτούρα στριφογυρίζουν ζαλισμένοι.
Είναι αυτή, η ψυχή των ανθρώπων, που τους ζητεί, πίσω στον αγνό της κόρφο τούς καλεί.

"Η Ψυχή των Ανθρώπων", Ειρήνη Φ. Φώτη, Μάιος 2020.







Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Πώς μπορείς;

Πώς μπορείς και σωπαίνεις, όταν γύρω σου όλα πολυλογούν λόγια γεμάτα ομορφιά;
Πώς μπορείς να σκύβεις το κεφάλι, καθώς ο κότσυφας τραγουδά;
Πώς μπορείς να κλείνεις τα μάτια, όπως ο Ήλιος γέρνει πίσω από τα διάσελα των βουνών γεμίζοντας το στερέωμα με τα χρώματα του Κόσμου;
Πώς μπορείς να μαζεύεις με φόβο τους ώμους, την ώρα που ο ευωδιαστός άνεμος σού χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά;
Δεν ακούς τί σού λένε όλα γύρω σου;
Δεν ακούς της γλυκιάς τους φωνής την λαλιά;
Πώς μουρμουρίζεις: "δεν μπορώ, είμαι αδύναμος, είμαι μόνος", ενώ στις άκρες της ψυχής σου βρίσκεται κρυμμένο το ωραιότερο και ακριβότερο των δώρων;
Πώς μπορείς, δύστυχε άνθρωπε, να αφήνεσαι απ' την ποδιά τού πεπρωμένου σου;
Πώς επιτρέπεις τόση σκλαβιά, ενώ γεννήθηκες να είσαι ελεύθερος;

Ειρήνη Φ. Φώτη, "Πώς μπορείς;", 13/5/2020.


Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Thoughts about a ghost.

      How many times have we thought about the life we left behind? What if we made another choice, if we made a different decision and so on? The strange thing is that when we think about those now lost "opportunities", we almost always have the feeling that if we had chosen another path, than the one we eventually followed, everything would have been better, more successful and more interesting for us. Truly, it is wonderfully curious this process into which the human mind often-densely enters, while even more remarkable is its tendency to accept as wrong every decision we have made to date and to consider -almost certainly- as successful, the other one we have never taken.
    So what is it that torments man? Where does he support this obsession of his to doubt the quality of what he has and to dream of what he does not have? Is it a "machine" that works in the background of his brain, simple bequest of his nature or is it the openness of his spirit, trapped in realities incompatible with human existence, which silently screams for its freedom, creating through its "prison" the feeling of the unsatisfied? Would the same happen if man chose to change his way of life, if he chose to be harmonised more with the nature around him? If he threw away the alarm clocks and cut off his obnoxious habit of being associated with anything shiny and stopped picking, like another trash picker, anything material? Who knows? The only certain thing, in my opinion, is that whatever decision or choice we made about our lives, we would still be chasing the Ghost of the other one that we never made. Alekos Lidorikis in his theatrical play, "The Great Moment", deals with exactly this unsatisfying of human nature, proving to all of us the futility that we daily worship.

Thoughts about a ghost. Irene F. Fotis, December 2019.


Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Στον Φ.Π.Τ.

     Θυμάμαι, πως ήμαστε στο σπιτάκι, το οποίο είχαμε κάποτε στο κτήμα. Ήταν μεσημέρι, αλλά ήταν αρκετά πιο νωρίς από την ώρα, που συνήθιζες να πλαγιάζεις για τον μεσημεριάτικο ύπνο σου και έτσι καθόσουν ακόμη στο στρογγυλό τραπεζάκι και έγραφες. Εγώ βρισκόμουν ξαπλωμένη λίγο πιο πέρα, σε ένα ντιβάνι και διάβαζα κάποιο μυθιστόρημα. Ξαφνικά και ενώ το μόνο που διέκοπτε την ησυχία μας ήταν το επίμονο τραγούδι των τζιτζικιών, το οποίο έφτανε στα αυτιά μας από τα ανοιχτά παράθυρα, κατέβασα το βιβλίο μου, σε κοίταξα και σε ρώτησα: 
- Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι σχεδόν ποτέ ευτυχισμένοι; -
Ήμουν μικρό παιδί τότε και το μυαλό μου ήταν μονίμως γεμάτο με τέτοιες χαζές απορίες. Εσύ σήκωσες το κεφάλι από τα χαρτιά σου και με κοίταξες. Καμιά έκπληξη δεν διέκρινα στο χαμογελαστό βλέμμα σου. 
- Γιατί ψάχνουν την ευτυχία σε λάθος πράγματα. - αποκρίθηκες αμέσως και η βεβαιότητα σου μού προκάλεσε βαθιά εντύπωση. 
- Νομίζουν, ότι θα γίνουν ευτυχισμένοι αν έχουν πολλά χρήματα, μεγάλα σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα, μια καλή δουλειά, χωρίς όμως να συνειδητοποιούν, πως η αληθινή ευτυχία κρύβεται αλλού. -
- Που δηλαδή; Πού κρύβεται η ευτυχία; - ζήτησα να μάθω με λαχτάρα. Με ενδιέφερε πολύ ετούτο το θέμα τότε.
- Στις μικρές στιγμές, παιδί μου. Σαν αυτήν που έχουμε εμείς οι δυο τώρα. Έτσι όπως καθόμαστε ήσυχα και κουβεντιάζουμε, που πίνουμε τον καφέ μας και που ο καθένας μας μπορεί να κάνει ό,τι τον ευχαριστεί. Εσύ να διαβάζεις και εγώ να γράφω. -
Το πρόσωπο μου πήρε μάλλον κάποια αστεία έκφραση μετά την τελευταία σου απάντηση, καθώς εσύ φάνηκες προς στιγμήν να διασκεδάζεις μαζί μου. Μου χαμογέλασες ήρεμα και δεν συνέχισες την συζήτηση μας. Επέστρεψες με αφοσίωση στο γράψιμο σου και εγώ πάλι πίσω στο βιβλίο μου. Ωστόσο, σε αντίθεση με εσένα, το δικό μου μυαλό δεν συγκεντρώθηκε ξανά στο διάβασμα μου. Σκεφτόμουν εκείνο, το οποίο μόλις μού είχες πει. Αισθανόμουν πολύ απογοητευμένη απρόοπτα.
"Δεν μπορεί να είναι μονάχα αυτό το λίγο η ευτυχία" είπα σιωπηλά στον εαυτό μου.
Ήμουν, βλέπεις, μικρό παιδί ακόμη και πίστευα, πως τα μεγάλα και τα βαρύγδουπα μπορούσαν μόνο να έχουν κάποια αξία.


Αφιερωμένο στο Φ.Π.Τ που σήμερα θα έκλεινε το ογδοηκοστό πρώτο έτος της ηλικίας του.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Ο Νόμιμος Κηδεμόνας". Κεφάλαιο Δ΄, Η Πρώτη Γνωριμία.

- Εδώ, λοιπόν, συνηθίζετε να συχνάζετε. -
Οι στοχασμοί μου διακοπήκαν απότομα από την φωνή πίσω μου και σαν γύρισα κατά το μέρος εκείνου που εισέβαλε απρόοπτα στην ησυχία μου, ήμουν κιόλας βέβαιη για το ποιόν θα αντίκριζα.
Ο κύριος Μπέρνς έστεκε μερικά μέτρα παραπέρα και κρατούσε στα δάχτυλά του ένα αναμμένο πούρο, η αρωματική μυρωδιά του οποίου διασπαθίστηκε ολόγυρα στον αέρα και έφτασε έως την μύτη μου. Αναμφίβολα, δεν είχε έρθει πολλή ώρα, αφού η οσμή από τον καπνό θα τον είχε οπωσδήποτε προδώσει, ενώ για να βολτάρει ξένοιαστος στον κήπο, οι καλεσμένοι του πρέπει να είχαν ήδη αποχωρήσει.
- Καλησπέρα, κύριε.- τον χαιρέτησα ευγενικά.
- Καλησπέρα και σε εσάς, δεσποινίς Ντε Ρσέ. - ανταπέδωσε με όμοια αβρότητα.
- Ελπίζω να μην τάραξα την γαλήνη σας. -
- Όχι, κύριε. Εξάλλου ετοιμαζόμουν να γυρίσω πίσω. -
Πήρα στα χέρια μου τον φάκελο με τα σχέδια και επιχείρησα να απομακρυνθώ.
- Μείνετε! - με σταμάτησε με εκείνη την φυσική ικανότητα προσταγής, που διέθετε.
- Είχα μία πολύ πληκτική ημέρα και θα μου έκανε καλό, εάν ανταλλάζαμε μερικά ανάλαφρα λόγια. Τί λέτε, θα μπορέσετε να ανεχτείτε κάπως την παρουσία μου και να εκπληρώσετε μία ειλικρινή επιθυμία ή είστε ακόμη υπό την επήρεια της φοβίας σας, μήπως για κάποιον λόγο θυμώσω μαζί σας; -
Ήθελα να φύγω, αλλά θα ήταν αγενές από μέρους μου να τον εγκαταλείψω χωρίς αφορμή και έτσι άφησα πάλι πίσω στον πάγκο το ντοσιέ μου και τον κοίταξα.
- Βλέπετε, αυτού του τύπου οι συνεστιάσεις με ταλαιπωρούν και με κουράζουν αφάνταστα. Ποτέ δεν τις ενέκρινα. - σχολίασε, ενώ πλησίασε αργά κοντά μου. Έμοιαζε ασυνήθιστα φιλικός.
- Τότε γιατί συμμετέχετε σε αυτές; - απόρησα αυθόρμητα.
- Εάν σας βοηθούσε λίγο η εμπειρία σας, θα κατανοούσατε, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μερικά πράγματα είναι αναπόφευκτα, δεσποινίς Ντε Ρσέ. -
Παρέβλεψα με επιτυχία την μειωτική διατύπωση για την πείρα μου και εξέθεσα την ταπεινή μου άποψη.
- Αναπόφευκτα είναι, μόνο όσα εμείς επιτρέπουμε να είναι. -
Δεν γνωρίζω τι κωμικό βρήκε σε αυτή μου την θέση, πάντως γέλασε κοφτά.
- Δεν θα ήθελα να σας αλλάξω γνώμη και να σας απογοητεύσω για δύο κύριους λόγους. Ο πρώτος είναι, ότι αυτές τις διαπιστώσεις είναι καλύτερα να τις κάνει κανείς μόνος του, όταν έρχεται η κατάλληλη ώρα και ο δεύτερος είναι, πως βρίσκω φυσιολογικό και ωραίο να εκλαμβάνετε τα πράγματα με τον αυθορμητισμό τής ηλικίας σας, αν και ομολογουμένως εσείς δεν διαθέτετε πολύ από αυτόν. Μην με κοιτάζετε με αυτό το αμφίβολο βλέμμα, γιατί το μόνο που θα σας πω είναι -και πιστέψτε με αποτελεί την σκληρή πραγματικότητα- πως θα βρεθείτε πολλές φορές στην ζωή σας αντιμέτωπη με τέτοιες συμβάσεις και ενώ θα αντιλαμβάνεστε, ότι είναι μία τερατώδης ανοησία, θα συλλαμβάνετε τον εαυτό σας να υποδύεται με τον καλύτερο τρόπο τον ρόλο, που θα σας έχουν επιβάλει οι άλλοι. -
- Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι απορρίπτουν τους κατά συνθήκη συμβιβασμούς. - επέμεινα.
- Δεν έτυχε να συναντήσω κανένα μέχρι σήμερα, που να ανήκει σε αυτήν την ιδεώδη ομάδα, στην οποία αναφέρεστε. Μήπως, έχετε εσείς να μού συστήσετε κάποιον; -
Ήταν εμφανές, ότι θεώρησε την γνώμη μου φαιδρή, καθώς μού έριξε μία λοξή, περιπαικτική ματιά και έπειτα, λες και δεν τον ενδιέφερε να με πείσει περισσότερο, άλλαξε θέμα και μαλάκωσε κι άλλο τους τόνους του.
- Ήσαστε πολύ σιωπηλή την στιγμή, που ήρθα. Τί παρατηρούσατε με τόση αφοσίωση; -
- Έβλεπα τους γεωργούς, που έφευγαν από τα χωράφια. - αποκρίθηκα σιγά.
- Αυτό σας κατέθλιψε τόσο; -
- Δεν έχω τίποτα. Είμαι μία χαρά. -
- Μα πώς; Τα μάτια σας ήταν κατακόκκινα και σχεδόν έτοιμα να δακρύσουν, αν δεν το είχαν κάνει ήδη. Πείτε μου γιατί. -
Το βλέμμα του στυλώθηκε επίμονα στο δικό μου και απαίτησε από εμένα μία απάντηση. Ένοιωσα τρομερά άβολα και αναγκάστηκα να του ομολογήσω τον λόγο.
- Άκουσα ένα τραγούδι, που έλεγαν νωρίτερα οι γυναίκες από το Κάρτερστον και με κατέβαλε λιγάκι. Αυτό είναι όλο. -
- Και τί τραγούδι ήταν αυτό, που μπόρεσε να σας επηρεάσει τόσο; -
Πήρε μία έντονη έκφραση απορίας, καθώς ανέμεινε την εξήγησή μου.
- Μιλούσε για μία αδικοχαμένη αγάπη ανάμεσα σε μία φτωχή νέα και έναν άρχοντα της περιοχής. Ερωτεύτηκαν, αλλά οι δικοί του τούς χώρισαν και τους καταδίκασαν στην αιώνια δυστυχία. -
Μόρφασε απροσδιόριστα, σαν να μην κατανοούσε πλήρως την αιτία της στενοχώριας μου.
- Υπάρχουν πολλά τέτοια τραγούδια, που υμνούν χαμένους ή τραγικούς έρωτες. Συγκινείστε κάθε φορά, όταν ακούτε ένα από αυτά; -
- Όχι, κύριε. Δεν είμαι ευσυγκίνητη, αν αυτό εννοείτε. -
- Τότε, τί σας πείραξε τόσο πολύ με ετούτο εδώ; -
- Ειλικρινά δεν ξέρω. -
- Πολύ συχνά τα κορίτσια της ηλικίας σας δυσθυμούν με τέτοιου είδους τραγούδια, διότι κρύβουν στην καρδιά τους παρόμοια συναισθήματα για κάποιον όμορφο νεαρό, που δεν είναι κοντά τους ή δεν ανταποκρίνεται στον έρωτά τους. Μήπως συμβαίνει και με εσάς το ίδιο; -
Το ερώτημα του μού φάνηκε προσβλητικό και ομολογουμένως με ενόχλησε.
- Δεν γνωρίζω, τι κάνουν τα άλλα κορίτσια της ηλικίας μου. - είπα με φανερή δυσαρέσκεια.
- Θεωρήσατε, πως το ερώτημα μου περιείχε κάποια υπόνοια μομφής εναντίον σας και προσβληθήκατε, δεσποινίς Ντε Ρσέ. Με παρεξηγήσατε -και ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά- ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, θα ήταν κακό, αν ήσαστε ερωτευμένη; -
Δεν κατάλαβα, πως το κατάφερε, πάντως με έκανε να αισθανθώ ενοχές για την φιλύποπτη στάση μου.
- Με συγχωρείτε, αν αποκρίθηκα κάπως απότομα. -
- Η συγγνώμη σας γίνεται αποδεκτή και τώρα, αν το εγκρίνει η ευαίσθητη υπερηφάνεια σας, απαντήστε μου σε αυτό που σας ρώτησα. -
- Σε ποιο, κύριε; -
- Είναι κακό να είστε ερωτευμένη; - επανέλαβε επίμονα.
- Δεν βρίσκω τίποτα κακό στο να είναι κανείς ερωτευμένος. - αποκρίθηκα, μα απέφυγα να αναφερθώ στον εαυτό μου, ο οποίος εξάλλου δεν είχε καμιά σχετική εμπειρία.
- Όμως, βρίσκετε κακό το να είστε ερωτευμένη εσείς; -
- Δεν είπα κάτι τέτοιο, κύριε. -
- Παρ’ όλα αυτά, απαντάτε με γενικότητες στην ερώτηση μου. Για ποιο λόγο το κάνετε αυτό; -
Σιώπησα και εκείνος δεν προσπάθησε να κρύψει ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, που σχηματίστηκε στα χείλη του.
- Από την άλλη, οι στίχοι που μιλούν για αγάπες ανάμεσα σε ανθρώπους ανόμοιου κοινωνικού επιπέδου και αταίριαστης καταγωγής, η ιδέα του έρωτα, που επιχειρεί να αντισταθεί στους κανόνες και τα κατεστημένα, που παραβιάζει τους επιβεβλημένους νόμους, είναι δυνατόν να προκαλέσει παράξενες ευαισθησίες σε ένα νεανικό μυαλό. Ίσως να ήταν αυτό, που σας μελαγχόλησε. -
- Όχι, κύριε. -
Η άμεση απάντηση μου τού προξένησε έκπληξη, τουλάχιστον φαινομενική.
- Για να απαντάτε τόσο εύκολα και έτσι κατηγορηματικά, πάει να πει, πως δεν πιστεύετε ούτε στο ελάχιστο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. -
- Δεν έχει τόσο σημασία τι πιστεύω εγώ, αλλά τι είναι αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα. - είπα με σιγουριά.
- Και τί είναι αυτό, που συμβαίνει στην πραγματικότητα; - ρώτησε με ενδιαφέρον.
- Ο άρχοντας του τραγουδιού, δεν θα μπορούσε ποτέ να αγαπήσει εκείνη την κοπέλα, έστω κι αν η ομορφιά της ήταν, κατά κοινή ομολογία, κάτι σπάνιο στον κόσμο. Ένας ευγενής, δεν θα μπορούσε ποτέ να ενδιαφερθεί, να νοιώσει βαθιά, ειλικρινά συναισθήματα για ένα φτωχό κορίτσι, γιατί εκείνο πολύ απλά, θα ήταν ανύπαρκτο για το υπερήφανο βλέμμα του. Οι φτωχοί, κύριε, είναι αόρατοι για τους πλούσιους. -
Με κοίταξε αμίλητος για μερικές στιγμές.
- Είστε πολύ αυστηρή. - παρατήρησε ύστερα.
- Όχι εγώ. Οι άνθρωποι και οι κοινωνίες τους. - αντείπα με θάρρος.
- Νομίζετε, λοιπόν, πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς; - ζήτησε να μάθει. Η όψη του, εντελώς ανέκφραστη, δεν μαρτυρούσε τίποτα για τις σκέψεις του.
- Αν έλειπε ο εγωισμός, η απληστία και η ματαιοδοξία, τότε ίσως. - αποκρίθηκα σεμνά.
- Και ποιος θαρρείτε, ότι είναι ο φορέας όλων ετούτων των ελαττωμάτων, που μόλις αναφέρατε; -
Το ερώτημα του με έκανε να διστάσω, όχι όμως γιατί δεν διέθετα την απάντηση, αλλά γιατί αμφέβαλλα, εάν έπρεπε να την εκφράσω μπροστά του.
- Ελάτε. Πείτε μου. Μην κρατάτε την γνώμη σας για τον εαυτό σας. - με προέτρεψε, αφού διέκρινε την επιφύλαξή μου.
- Όλοι εκείνοι που κατέχουν ευπορία και προνόμια, κύριε. - είπα τελικά, μα εκείνος ευθύς γέλασε.
- Αναμφίβολα, αυτή η κρίση σας δεν προέρχεται από την διαδικασία μιας συνεκτικής σκέψης. Είναι ξεκάθαρο, πως πρόκειται για το βιαστικό συμπέρασμα μιας επιφανειακής μελέτης των δεδομένων. - αντέλεξε με προσβλητική βεβαιότητα, ενώ ανέκτησε και πάλι το σοβαρό ύφος του.
- Το αίτιο της ανισότητας αυτού του κόσμου, δεσποινίς Ντε Ρσέ, δεν πηγάζει από την στάση των πλουσίων, μα από την στάση των φτωχών. Αυτοί, οι τελευταίοι, είναι που αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την μοίρα τους, που εγκρίνουν παθητικά την ένδεια τους και που αναγνωρίζουν την ανωτερότητα των πρώτων. Ποια θα ήταν η δύναμη των ευκατάστατων και των ευγενών, αν οι φτωχοί δεν έσκυβαν εμπρός τους το κεφάλι με τόση δουλικότητα, εάν αποφάσιζαν ξαφνικά να εγκαταλείψουν τον μανιώδη φόβο και την παράλογη μοιρολατρία τους, αν επιχειρούσαν να διεκδικήσουν για τους εαυτούς τους ένα μερίδιο αξιοπρέπειας και ισότητας; Δεν είναι ο άρχοντας, που δεν θα έστρεφε ποτέ το βλέμμα του επάνω στο άτυχο κορίτσι του τραγουδιού, αλλά εκείνη η ίδια, που θα αρνιόταν πεισματικά να σηκώσει το δικό της για να το ανταμώσει, εξαιτίας ενός αδικαιολόγητου αισθήματος κατωτερότητας. -
Τα λόγια του δεν με αιφνιδίασαν· ήταν φανερό, πως αποτελούσαν την ολοκληρωτική αποποίηση των ευθυνών για λογαριασμό της ανώτερης τάξης του και την κάθετη υπεράσπιση της, ωστόσο, δεν επιθυμούσα να διαφωνήσω μαζί του και γι’ αυτό διάλεξα την σιωπή για ακόμη μια φορά. Εκείνος με κοίταξε επίμονα και εξεταστικά. Η έκφρασή του ήταν απολύτως σοβαρή, μα θα ορκιζόμουν, ότι το βλέμμα του χαμογελούσε ανεξήγητα εμπρός στη βωβή μου στάση.
- Δεν κάνετε καλά να δακρύζετε και να μελαγχολείτε την ώρα του σούρουπου, σε μια απόμερη γωνιά ενός παραμελημένου δεντρόκηπου, επειδή ένα λυπηρό, ερωτικό άσμα που ακούσατε, από τις ακαλλιέργητες, μάλιστα, φωνές ενός ορμαθού γυναικών, σας θύμισε όλες τις αδικίες του κόσμου. Την επομένη ασχοληθείτε με πιο διασκεδαστικά θέματα και αφήστε στους πιο αρμόδιους την υποχρέωση να καταπιαστούν με αυτά τα δυσάρεστα ζητήματα.- με συμβούλευσε εντέλει με έναν αδιάφορο και υπεροπτικό αέρα, ενώ τράβηξε επιτέλους την έντονη ματιά του από πάνω μου και προχώρησε αργά προς τον μαντρότοιχο. Έπειτα άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί ήρεμα πάνω από τα επίπεδα σιτοχώραφα. Μπορούσα να τον βλέπω καλά από εκεί, όπου βρισκόμουν. Αν και το πρόσωπό του ήταν τελείως κενό από εκφάνσεις, το μυαλό του φαινόταν να ταξιδεύει σε δαιδαλώδεις στοχασμούς, που μόνο ο ίδιος ήταν δυνατόν να γνωρίζει.

"Ο Νόμιμος Κηδεμόνας", Κεφάλαιο Δ΄, Η Πρώτη Γνωριμία. Ειρήνη Φ. Φώτη, 2019.


"Καντελάμπρο των Άνδεων" ή "Κηροπήγιο των Άνδεων".

Απόσπασμα από το βιβλίο του Charles Berlitz, "Μυστήρια από Ξεχασμένους Κόσμους, Ανακαλύπτοντας χαμένους πολιτισμούς", 1972, κεφάλα...