Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Στην Δίνη των Σιωπών, Τα Μονοπάτια του Πεπρωμένου, βιβλίο 1, κεφάλαιο Ζ΄, Η Οργή, (απόσπασμα).

- Επιθυμείτε να σας φέρω κάτι, Μάστα; -
Η φωνή που ακούστηκε απροειδοποίητα επάνω από τον ώμο του τον αιφνιδίασε και τον έκανε να γυρίσει προς το μέρος της απότομα. Ένα κορίτσι στεκόταν υπομονετικά λίγα βήματα πιο πέρα, όμως, καθώς δεν υπήρχε κάποιο αναμμένο φως στον εξώστη, ο Χένρυ δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καλά τα χαρακτηριστικά της. Το μόνο που διέκρινε καθαρά στο αντιλάμπισμα της φωτιάς, η οποία έκαιγε στην αυλή, ήταν η ιδιαιτέρως λεπτοκαμωμένη φιγούρα της. Πάντως, τόσο η κοψιά της, όσο και η φωνή της τον διαβεβαίωναν, πως τού ήταν εντελώς άγνωστη.
- Με τρόμαξες. Νόμιζα, πως ήσαστε όλοι κάτω. - την αποπήρε, μα μόλις την είδε να σκύβει το κεφάλι της με κάποιον φόβο, μαλάκωσε αμέσως τον τόνο του.
- Δεν χρειάζομαι τίποτα. Σε ευχαριστώ. -
Η κοπέλα βιάστηκε να απομακρυνθεί, μα ο νέος έξαφνα άλλαξε γνώμη.
- Περίμενε. - την σταμάτησε.
- Άναψε την λάμπα. Αυτή στο απέναντι δοκάρι. - της ζήτησε ήρεμα, ενώ την παρακολούθησε με το βλέμμα του.
Εκείνη πήγε πειθήνια προς το σημείο, όπου κρεμόταν το μεταλλικό φανάρι, άπλωσε το χέρι της, αλλά το κοντό της ανάστημα δεν της επέτρεψε να το φτάσει. Έκανε άλλη μια προσπάθεια, που και αυτή όμως κατέληξε σε αποτυχία. Έπειτα και χωρίς να διστάσει καθόλου, ανασήκωσε ελαφρά το φόρεμά της και σκαρφάλωσε στην μεσαία, οριζόντια δοκό των κιγκλιδωμάτων προκειμένου να κερδίσει λίγο ύψος. Ωστόσο, σαν τεντώθηκε ξανά, φάνηκε να χάνει την ισορροπία της. Ο Χένρυ αντέδρασε ακαριαία. Πετάχτηκε αμέσως από την θέση του, έσπευσε γρήγορα κοντά της και την άρπαξε γερά από την μέση. Έπειτα την κατέβασε κάτω με ασφάλεια, ενώ πρόσεξε έκπληκτος το πόσο ελαφριά ήταν.
- Σου είπα να ανάψεις την λάμπα. Όχι να τσακιστείς στην αυλή! - την μάλωσε.
- Δώσε μου τα σπίρτα σου. - της είπε κατόπιν, όπως ξεκρεμούσε το φανάρι.
Εκείνη έβγαλε το κουτάκι από την τσέπη τής ποδιάς της και του το έδωσε. Όταν ο Χένρυ άναψε την λάμπα, την έστρεψε ελαφρώς προς το μέρος της για να δει το πρόσωπό της και τότε νέα έκπληξη τον κυρίευσε. Ήταν ένα από τα γλυκύτερα και συμπαθέστερα πλάσματα που είχε δει ποτέ του, με τα πιο μελιά μάτια του κόσμου. Επιπροσθέτως και το πιο αδύνατο.  
- Πώς σε λένε; - την ρώτησε.
- Ντζούμπι. - αποκρίθηκε εκείνη δειλά.
- Τί όνομα είναι αυτό; Πρώτη φορά το ακούω. -
- Δεν είναι όνομα, Μάστα. - του απάντησε αμέσως.
- Και τί είναι τότε; -
- Ντζούμπι σημαίνει «φάντασμα». - του εξήγησε με κάποια ντροπή και ο νέος μετά δυσκολίας συγκράτησε την απρόοπτη θυμηδία του.
- Δεν μού φαίνεται παράξενο που σε ονόμασαν έτσι, εάν σκεφτεί κανείς το πώς βγήκες πριν από το σκοτάδι και με κατατρόμαξες. - την πείραξε με σοβαρότητα, αλλά το κορίτσι μειδίασε αυθόρμητα.
Ο νεαρός Μπέρνς ξαφνιάστηκε από την ευχαρίστηση, που έδρεψαν απρόσμενα οι αισθήσεις του από εκείνο το χαμόγελό της.
- Πότε ήρθες στην Φλόγουα; - την ρώτησε πάλι.
- Πριν από μια εβδομάδα, Μάστα. -
- Και ποιός σε προσέλαβε; -
- Ο Πάπα Σαμ. -
Ο Χένρυ την κοίταξε για μερικές στιγμές με αβέβαιη διάθεση.
- Πήγαινε τώρα στην δουλειά σου ή όπου αλλού θέλεις. - την προέτρεψε ήσυχα.
- Και να αρχίσεις να τρως περισσότερο φαγητό. - πρόσθεσε με έμφαση, καθώς τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της και επέστρεψε πίσω στην πολυθρόνα του.
Την ίδια στιγμή, λίγα μόλις μίλια μακρύτερα από το υποστατικό, στα δυτικά σύνορα της Φλόγουα, η Ίνι σηκωνόταν από το χωμάτινο πάτωμα τής καλαμένιας καλύβας της, έχοντας μόλις τελειώσει κάτι που έμοιαζε με τελετή. Στο συνήθως ανέκφραστο πρόσωπό της υπήρχε τώρα ένα μυστηριώδες μειδίαμα.
Η πόρτα της καλύβας άνοιξε εκείνη την ώρα και στο εσωτερικό της εισήλθε ο Σαμ.
- Σε περίμενα νωρίτερα, Πάπα. - τον υποδέχτηκε χωρίς να τον κοιτάξει, ενώ πήρε την πίπα της και κάθισε σε ένα μικρό σκαμνί.
- Έπρεπε να περάσω πρώτα από το χωριό, γι’ αυτό άργησα. - της απάντησε ο ηλικιωμένος άνδρας, όπως ξεκρέμασε από τον ώμο του μια υφασμάτινη τσάντα και άρχισε να αδειάζει το περιεχόμενό της επάνω σε ένα τραπέζι.
- Σου έφερα φαγητό και ό, τι άλλο ζήτησες. - της είπε, αλλά η Μάμπο τον διέκοψε.
- Είναι πίσω στην Φλόγουα; -
Ο Σαμ την κοίταξε με απορία, αλλά εκείνη γέλασε.
- Δεν είναι όλα δουλειές των πνευμάτων, Πάπα. Έκανες τρεις ημέρες να φανείς και έτσι το υπέθεσα. -
Άναψε την πίπα της και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά.
- Ήρθε μόνος του; - ζήτησε να μάθει και ο άνδρας απλώς έγνεψε θετικά.
- Πώς είναι; - επέμεινε η Μάμπο.
- Είναι καλά. Μοιάζει ευτυχισμένος. - αποκρίθηκε ο Σαμ, αλλά είδε την Ίνι να ανασηκώνει τα λεπτά της φρύδια με ειρωνεία.
- Ίσως να είχες καλύτερα αποτελέσματα, εάν δεν του είχες μιλήσει τόσο άσχημα. - της είπε επικριτικά.
- Γνωρίζεις, ότι ποτέ δεν ήθελα να του μιλήσω. - απάντησε η γυναίκα με περιφρόνηση.
- Το έκανες όμως και μάλιστα με τον πιο λανθασμένο τρόπο, ενώ έπειτα έφυγες κιόλας. -
- Έπρεπε να φύγω. -
- Γιατί; Δεν σε έδιωξε. -
Η Μάμπο μόρφασε με δυσαρέσκεια.
- Δεν θέλω να είμαι εκεί, Πάπα, όταν θα συμβούν τα γεγονότα. -
Ο Σαμ την κοίταξε σκεπτικός, ενώ η Ίνι έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό φυλαχτό και του το προσέφερε.
- Θα ήταν καλύτερο να το κουβαλάει επάνω του, αλλά εάν δεν τα καταφέρεις, απλώς κρύψε το κάτω από τα στρώματά του. - τον συμβούλεψε.
- Ποτέ δεν είδα ξεκάθαρα τι είναι αυτό που έρχεται, αλλά διέκρινα από την αρχή τα σημάδια του. Στο είπα και άλλοτε, πως οτιδήποτε κι αν πράξουμε εμείς οι δύο, είναι μονάχα για να του δώσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία και ανακούφιση. Δεν μπορούμε όμως να αλλάξουμε τα σχέδια, τα οποία έπλεξε γι’ αυτόν η μοίρα. Εκείνος είναι ο μόνος που μπορεί, αλλά με πείσμα εξακολουθεί να τυφλώνει τον εαυτό του. -
Τα λόγια της Ίνι ήχησαν ζοφερά, μα αμέσως πρόσθεσε με κάποια αφανή ελπίδα.
- Παρ’ όλα αυτά, ίσως τα πνεύματα τού στέλνουν μια τελευταία ευκαιρία. -
Ο Σαμ την κοίταξε με ερωτηματικό ύφος.
- Ό, τι αρνείται να κάνει ο ίδιος, ενδεχομένως να το καταφέρει ένα μικρό ντζούμπι. - του είπε σιβυλλικά, μα έπειτα σηκώθηκε από το σκαμνί της και βγήκε από την καλύβα.


Από το υπό συγγραφή μυθιστόρημα, "Στην Δίνη των Σιωπών, Τα Μονοπάτια του Πεπρωμένου", βιβλίο 1, κεφάλαιο Ζ΄, Η Οργή. Ειρήνη Φ. Φώτη, 2020.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Καντελάμπρο των Άνδεων" ή "Κηροπήγιο των Άνδεων".

Απόσπασμα από το βιβλίο του Charles Berlitz, "Μυστήρια από Ξεχασμένους Κόσμους, Ανακαλύπτοντας χαμένους πολιτισμούς", 1972, κεφάλα...