Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

"Η Παγωνιά". Διήγημα πολυαγαπημένου φίλου, που προτιμά την ανωνυμία.

          Η νύχτα με είχε προλάβει στον δρόμο. Θα ήμουν καμιά ώρα μακριά από το σπίτι και έτσι τάχυνα το βήμα μου, αδημονώντας να φτάσω στη ζεστασιά μου. Η φωτιά στο τζάκι θα έκαιγε από νωρίς αφήνοντας έξω την παγωνιά, που εδώ και μια εβδομάδα σάρωνε με τους βόρειους ανέμους από τα βουνά της μέσα χώρας.
         Η βαριά συννεφιά, που μέρες τώρα είχε καθίσει πάνω από τον κόλπο, έκανε την νύχτα πιο σκοτεινή. Το παράξενο ήταν, ότι μπορούσες να διακρίνεις σε μεγάλη απόσταση σχήματα και μορφές, μιας και ο παγωμένος αέρας είχε εναποθέσει ένα λευκό στρώμα κρυσταλλικής πάχνης παντού, η οποία φωσφόριζε με ένα άρρωστο φως.
         Εκείνο το πρωινό, όταν επισκέφθηκα το χωριό για να δω τον φίλο μου τον Αργένη, δεν φαντάστηκα πως θα καθυστερούσα τόσο. Και τώρα αναθεμάτιζα τον εαυτό μου που δεν υπέκυψε στις παρακλήσεις του να με φιλοξενήσει το βράδυ. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν το καλύτερο να περπατάς νύχτα μες το κρύο και εδώ και μερικά λεπτά είχε πιάσει ένα ψιλόβροχο που έκανε την παγωνιά να μοιάζει με σμήνη από πυρακτωμένες βελόνες, οι οποίες τρυπούσαν το κορμί μου. Το πιο περίεργο απ' όλα ήταν, ότι η βροχή που έπεφτε πάγωνε σαν ακουμπούσε στο έδαφος, λες και αυτό ήταν μια τεράστια παγομηχανή, λες και είχε χάσει κάθε ίχνος θερμότητας από μέσα του. Ένα ρίγος με διαπέρασε απ' άκρη σ' άκρη. Έσφιξα πιο πολύ το χοντρό σακάκι γύρω μου και άρχισα να προχωρώ πιο γρήγορα.
        Καθώς έφθασα σε ένα σημείο που ο δρόμος άρχιζε να κατεβαίνει ελικωτά μέχρι το ποτάμι, κοντοστάθηκα να σκεφτώ αν θα συνέχιζα προς τα κάτω. Η διαδρομή αυτή ήταν η πιο ομαλή, αλλά όχι και η πιο σύντομη. Έτσι αποφάσισα να πάρω ένα μονοπάτι που άρχιζε κάθετα στον δρόμο και κατέβαινε απότομα μέχρι κάτω χωρίς πολλές στροφές. Θα μ' έβγαζε σχεδόν στο ίδιο σημείο με τον χωματόδρομο, περίπου καμιά διακοσαριά μέτρα από την άκρη του χωριού. Το μονοπάτι ακολουθούσε την φυσική κλίση της πλαγιάς, κόβοντας τον δρόμο ανάμεσα από συστάδες αγριοπουναριών και σφενδαμιών, τα οποία κύρτωναν σε πολλά σημεία από πάνω του σαν αψίδες. Άλλες φορές διέσχιζε φυσικά τούνελ, φτιαγμένα από άγριους σχοίνους, γεγονός που πρόδιδε πως κάποιοι βοσκοί το χρησιμοποιούσαν ακόμη, περνώντας με τα ζώα τους από εκεί για να κατέβουν μέχρι το ποτάμι. Για περίπου ένα τέταρτο προχωρούσα γρήγορα, μέχρι που φτάνοντας στη ρίζα της πλαγιάς, βαθιά μέσα στο ρέμα του ποταμού, το μονοπάτι μαλάκωσε. Η διαδρομή έγινε πιο ομαλή. Το δρομάκι άρχιζε να πλαταίνει πλησιάζοντας στις όχθες και χανόταν από μπροστά μου πίσω από την σκοτεινή φιγούρα ενός βράχου, που το νερό δεν μπόρεσε να φάει. Εκεί το ανάγκαζε να σχηματίσει μια απότομη στροφή και να συνεχίσει την πορεία του έως την θάλασσα.
     Η βροχή είχε δυναμώσει και είχε μεταβληθεί σε καταιγίδα και εάν έκρινα από τις βροντές των κεραυνών, που πλησίαζαν από πίσω μου απειλητικά, σε λίγο θα αντιμετώπιζα πραγματικό πρόβλημα. Πάντως, αν δεν έκανα λάθος μέσα στην σύγχυσή μου, μετά από την στροφή και περνώντας από τον βράχο, θα αντίκριζα το μικρό εκκλησάκι του Άι-Γιάννη. Πίεσα τον εαυτό μου να τρέξει, παρόλο τον κίνδυνο να γλιστρήσω και να βρεθώ μέσα στα αγριεμένα νερά. Έφτασα κάτω από τον βράχο. Εκεί το μονοπάτι εγκατέλειπε την όχθη και ανέβαινε προς τα πάνω. Παίρνοντας μια ανάσα, άρχισα πάλι να τρέχω. Περνώντας από μια πυκνή συστάδα από σφενδαμια, που με ανάγκασε να γονατίσω, είδα επιτέλους τους λευκούς τοίχους της εκκλησίας μπροστά μου.
     Κάποιος πρέπει να είχε περάσει νωρίτερα από ' κει. Το εσωτερικό της ήταν φωτισμένο από ένα απαλό κιτρινωπό φως, το οποίο έβγαινε από τα παράθυρα και την σχισμή της πόρτας και την έκανε να μοιάζει σαν να αιωρούταν μέσα στο σκοτάδι. Θα με χώριζαν είκοσι μέτρα από το προαύλιο της εκκλησίας. Ο αέρας μάνιαζε δαιμονισμένα μέσα στα αυτιά μου και το νερό της βροχής με χτυπούσε με δύναμη στο πρόσωπο, μπαίνοντας στην μύτη και στα μάτια μου, κάνοντaς την προσπάθεια να φτάσω μέχρι το υπόστεγο του ναού τρομερά δύσκολη.
    Τελικά μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο, κατάφερα να φτάσω έως την πόρτα, αλλά με λύπη μου διαπίστωσα ότι όποιος την είχε επισκεφθεί νωρίτερα, άφησε την καλή του πράξη μέσα στην εκκλησία κλείνοντας την είσοδο με ένα βαρύ λουκέτο. Ταρακούνησα με δύναμη τα δυο ξύλινα φύλλα της πόρτας σε μια μάταιη προσπάθεια εκνευρισμού. Το λουκέτο που κρεμόταν ανάμεσα στα δυο μπρούτζινα δαχτυλίδια παρέμεινε ασυγκίνητο.
   Κοίταξα γύρω απελπισμένος. Η βροχή ήταν τώρα τόσο σφοδρή, που έκανε έναν απίστευτο κρότο καθώς έσκαγε με λύσσα επάνω στο ξύλινο υπόστεγο. Κόλλησα το σώμα μου με την πλάτη στην πόρτα για να προστατευτώ από το νερό, το οποίο ερχόταν κάθετα πάνω μου από τον μανιασμένο αέρα. Ένας δυνατός κεραυνός έπεσε. Το βλέμμα μου στράφηκε δεξιά προς τον κορμό μιας γέρικης ελιάς, που έπαιζε το ρόλο ενός στηρίγματος του υπόστεγου και αμέσως εντόπισα μια γυαλάδα, σαν κάτι μεταλλικό να ήταν ακουμπισμένο στην ρίζα της. Οι κεραυνοί έπεφταν ο ένας πίσω από τον άλλο και κοιτάζοντας προσεχτικά προς το αντικείμενο, είδα ότι ήταν μια μασιά, ένα μακρύ σίδερο από αυτά που σκαλίζουν τα κάρβουνα. Σίγουρα κάποιος το είχε παρατήσει εκεί από το πανηγύρι, τότε που ψήνουν στον περίβολο της εκκλησίας. Με μια γρήγορη κίνηση βρέθηκα δίπλα στον κορμό, άρπαξα μεμιάς το παγωμένο σίδερο και γύρισα πάλι πίσω στην πόρτα. Το έβαλα ανάμεσα στο λουκέτο και στο σιδερένιο δαχτυλίδι τραβώντας προς τα κάτω. Με έναν δυνατό, μεταλλικό θόρυβο, εκείνο άνοιξε σπάζοντας τον ένα κρίκο. Με ανακούφιση είδα τα φύλλα της πόρτας να ανοίγουν προς τα μέσα, αφήνοντας το γλυκό φως των καντηλιών να λούσει το πρόθυρο. Μπήκα γρήγορα μέσα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου, ασφαλίζοντας τον σύρτη, υποσχόμενος στον Άγιο να διορθώσω σύντομα την ζημιά που είχα κάνει.
      Μια γλυκιά ζέστη με τύλιξε σαν βρέθηκα στο εσωτερικό. Μπροστά από το ιερό ήταν ένα μεγάλο, ρηχό δοχείο, γεμάτο άμμο, που μέσα του έκαιγαν σχεδόν στο τέλος τα κεριά. Πήρα μερικά ακόμη από το κηροστάσιο και τα πρόσθεσα ανάβοντάς τα. Έβγαλα το σακάκι και το πουκάμισο και τραβώντας μια καρέκλα, που την έφερα κοντά στα κεριά, τα κρέμασα στην ράχη της για να στεγνώσουν. Κάθισα δίπλα για να ζεσταθώ. Έπειτα βάλθηκα να περιεργάζομαι τον χώρο. Αν και είχα βρεθεί πολλές φορές στο πανηγύρι, που γίνεται τον Μάιο προς τιμή του Αγίου. δεν είχα μπει ποτέ στην εκκλησία. Το κτίσμα φαινόταν παλιό, τουλάχιστον ενός αιώνα και εάν έκρινα από κάποια σημεία της βάσης του, πρέπει να είχε χτιστεί επάνω στα παλαιότερα θεμέλια κάποιου άλλου κτίσματος. Δεξιά και αριστερά από το τέμπλο υπήρχαν δυο μεγάλες, ξύλινες εικόνες. Η μια απεικόνιζε τον Άγιο Ιωάννη και η άλλη μια κλασσική αναπαράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Φαίνονταν αρκετά παλιές και ήταν όμορφα ζωγραφισμένες. Το ξύλινο ταβάνι με τα χονδρά δοκάρια ήταν μαυρισμένο από τον καπνό των κεριών, που χρόνια τώρα άναβαν οι διάφοροι επισκέπτες του ναού. Στο κέντρο του, εκεί όπου ενώνονταν οι αντιρίδες της στέγης με τον κεντρικό πάσσαλο στήριξης της οροφής, κρεμόταν ένας μπρούντζινος πολυέλαιος, μαυρισμένος και αυτός από την πολυκαιρία. Γύρισα προς τα πίσω για να δω το τέμπλο. Έμοιαζε πάρα πολύ παλιό, σχεδόν όσο και η εκκλησία. Εμπρός του κρέμονταν αναμμένα καντήλια από χρωματισμένο κόκκινο γυαλί, τα οποία έδιναν έναν απόκοσμο φωτισμό πάνω στα πρόσωπα των Αγίων, που ήταν ζωγραφισμένοι στο τέμπλο. Η σκαλιστή πόρτα που οδηγούσε προς το ιερό ήταν κλειστή. Σηκώθηκα και πλησίασα προς τα εκεί. Μια επιγραφή, στο πάνω μέρος των δύο φύλλων της εισόδου του ιερού, έλεγε:

"ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΕΩΣ ΜΕΝΟΥΝ ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΓΙΑ ΧΡΟΝΟΥΣ, ΜΑ ΘΑ ΥΜΝΟΥΝ ΑΙΩΝΙΑ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ"

Έσπρωξα ελαφρά τα θυρόφυλλα και αυτά άνοιξαν με ένα σιγανό τρίξιμο. Μέσα στο ιερό ο χώρος ήταν λιτός. Ένα παλιό τραπέζι έπαιζε τον ρόλο της Αγίας Τράπεζας. Το τριμμένο τραπεζομάντηλο, που την μισοσκέπαζε, φαινόταν πιο παλιό και από την ίδια την εκκλησία. Το τρεμάμενο φως ενός καντηλιού φώτιζε αχνά μια εικόνα και εγώ την πλησίασα προσεκτικά. Αυτό που αντίκρισα με παραξένεψε πιο πολύ και από τον αλλόκοτο καιρό ο οποίος λυσσομανούσε έξω, Απρίλη μήνα. Στο κέντρο του εικονίσματος στεκόταν μια μορφή γυναικεία, με υψωμένα τα χέρια σε έκταση. Γύρω από το κεφάλι Της υπήρχε ένα φωτοστέφανο σε τρεις κύκλους. Το πρόσωπο Της ήταν σβησμένο, σαν κάποιος να το είχε ξύσει με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, ενώ η φιγούρα Της στεκόταν στο κενό, ανάμεσα σε τέσσερεις άλλες γυναικείες μορφές, οι οποίες σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο γύρω από Αυτήν. Από το ύψος και επάνω εκείνου του συμπλέγματος, συνωστίζονταν δεκάδες άλλα ανθρωπόμορφα πλάσματα, που καθώς απομακρύνονταν από το κέντρο, έμοιαζαν να αποσχηματοποιούνται σε άμορφες, αέρινες μάζες. Κάτω από τα πόδια των Αγίων στροβιλιζόταν μια τεράστια πυρακτωμένη χοάνη, που στο κάτω μέρος δεξιά και αριστερά αυτής, στέκονταν κουλουριασμένα δυο τεράστια φίδια με ανασηκωμένα τα κεφάλια τους και κοιτούσαν με πλήρη υποταγή την κεντρική φιγούρα. Χαμηλά κάτω, μια επιγραφή με βυζαντινούς χαρακτήρες έγραφε:

"Η ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΜΗΤΡΟΣ" 

"Τι παράξενο", σκέφτηκα. Ήταν η πιο αλλόκοτη παράσταση της Παναγίας που είχα δει ποτέ. Τίποτε απ' ό, τι έδειχνε η ζωγραφιά δεν ταίριαζε με την χριστιανική παράδοση γι' Αυτήν.
      Ένα δυνατό και ξερό κροτάλισμα που ερχόταν από την στέγη του ναού, απέσπασε με βία την προσοχή μου από την ενατένιση της εικόνας. Ένας συνεχής μεταλλικός χτύπος ερχόταν απ' έξω. Η καμπάνα βογκούσε από το μένος της καταιγίδας, η οποία ξεσπούσε επάνω της με ριπές από χονδρό χαλάζι. Βγήκα από το ιερό και πήρα το πουκάμισο, που είχε στεγνώσει και το φόρεσα. Κατευθύνθηκα προς την έξοδο του ναού και μισάνοιξα την πόρτα. Έξω γινόταν χαλασμός. Έμοιαζε σαν ο αέρας να άλλαζε κατεύθυνση κάθε ένα λεπτό. Γρήγορα ξανάκλεισα την πόρτα και γύρισα δίπλα στο δοχείο με τα κεριά. Ακούμπησα το σακάκι και είδα ότι είχε στεγνώσει αρκετά. Το φόρεσα βιαστικά και κάθισα πάλι κάτω. Με το βλέμμα κολλημένο προς την στέγη, παρακολουθούσα το θόρυβο που έκανε η χαλαζόπτωση επάνω της. Έμεινα έτσι για αρκετή ώρα να αφουγκράζομαι την καταιγίδα.
       Θα πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν η βροχή άρχισε να υποχωρεί σταδιακά. Σηκώθηκα και ξαναπήγα προς την πόρτα. Την άνοιξα και έβγαλα το κεφάλι μου έξω. Ένα ψιλόβροχο, λεπτό σαν ομίχλη, έπεφτε τώρα και ο δυνατός άνεμος είχε δώσει την θέση του σ' ένα ελαφρύ αεράκι, που έκανε την βροχή να κυματίζει όπως ένα αραχνοΰφαντο πέπλο. Πέρα μακριά προς την θάλασσα, οι αστραπές εναλλάσσονταν η μια με την άλλη με συχνότητα δευτερολέπτων, αποκαλύπτοντας τους τεράστιους όγκους των νεφών. Φαινόταν πως η καταιγίδα τραβούσε νότια προς τα νησιά. Κουμπώθηκα γρήγορα-γρήγορα αποφασισμένος να συνεχίσω τον δρόμο μου, σίγουρος ότι θα είχαν ανησυχήσει οι δικοί μου πίσω στο χωριό. Βγήκα στο υπόστεγο και έκλεισα την πόρτα πίσω μου, βάζοντας το σπασμένο λουκέτο ανάμεσα στους ξεχαρβαλωμένους κρίκους. Έκανα μερικά βήματα προς το ροζιασμένο κορμό της ελιάς για να μπορέσω να ελέγξω καλύτερα τι γινόταν πιο πέρα. Το νερό που είχε πέσει, είχε σχηματίσει πάνω στους κλώνους της ελιάς μακριές κλωστές πάγου, σαν ιστούς αράχνης, αλλά και σε καθετί άλλο απ' όσα μπορούσα να διακρίνω γύρω μου.
     Άξαφνα, καθώς ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, ένας ακαθόριστος θόρυβος μ' έκανε να σταματήσω. Τέντωσα τα αυτιά μου και σχεδόν έπαψα να αναπνέω. Ακουγόταν να έρχεται χαμηλά από το ποτάμι. Έκανα δυο βήματα προς τα μπρος και στάθηκα ακίνητος. Τώρα ηχούσε καθαρά ένα σιγανό μουρμουρητό, σαν κάποιοι άνθρωποι να σιγοτραγουδούσαν. "Τι παράξενο. Ποιοι μπορεί τέτοια ώρα και με τέτοιο καιρό να περιφέρονται τραγουδώντας;". Εξάλλου, απ' όσο μπορούσα να θυμηθώ δεν ήταν κάποια γιορτή προς τιμή του Αγίου, ώστε κάποιοι να έρχονταν τόσο νωρίς να ετοιμάσουν την εκκλησία. Και έπειτα γιατί να έρχονται από το ποτάμι και όχι από τον δρόμο, που περνούσε καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πάνω. Εκείνη την στιγμή σκέφτηκα, πως είχα παραβιάσει την εκκλησία και το γεγονός αυτό με έκανε να μην θέλω να έχω συνάντηση με κανέναν. Εάν αναλογιζόμουν κιόλας το θρησκευτικό συναίσθημα των ντόπιων, σίγουρα θα βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Έτσι, κάνοντας μια απότομη στροφή, έτρεξα μισοσκυμμένος προς την άκρη του βράχου και χώθηκα ανάμεσα σε κάτι σχοίνους. Σύρθηκα κάτω από τους θάμνους σ' ένα κενό, που κατά παράξενο τρόπο ήταν στεγνό, αλλά φοβερά παγωμένο. Σαν να ακουμπούσα σε κομμάτια πάγου. Κράτησα πάλι την αναπνοή μου και αφουγκράστηκα ξανά. Τώρα κάποιοι ήχοι, που έμοιαζαν να βγαίνουν από σουραύλια ή φλογέρες, είχαν πάρει την θέση του μουρμουρητού. Καθώς βρισκόμουν σχεδόν στην άκρη του βράχου, σύρθηκα λίγο προς τα έξω, στην μεριά του κενού, για να κοιτάξω κάτω. Ένα πρασινωπό φως ερχόταν από χαμηλά και εκεί ανάμεσα στην ρίζα του βράχου και στις όχθες του ποταμού, συνωστίζονταν μορφές, τόσο αλλόκοσμες που με έκαναν να παγώσω ολόκληρος. Σε όλο το μήκος του μονοπατιού, το οποίο διέσχιζε την ρίζα του γκρεμού, από την αρχή του βράχου και μέχρι την αρχή της ανηφόρας, που οδηγούσε στο εκκλησάκι, στριμώχνονταν δεκάδες γυναικείες φιγούρες, οι οποίες κατευθύνονταν προς τα πάνω. Φαίνονταν όλων των ηλικιών, μικρά κορίτσια αλλά και γριές, που χτυπούσαν ρυθμικά τα κρόταλα, τα οποία είχαν ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Το φως που εξέπεμπαν από το σώμα τους είχε λούσει τον τόπο τριγύρω και έφτανε μέχρι το πρόσωπό μου, κάνοντάς με να νοιώθω μια γλυκιά θερμότητα να με αγγίζει και να διαχέεται σχεδόν μέχρι τα άκρα. Τώρα το τραγούδι τους και οι ήχοι από τα σουραύλια άρχισαν να γίνονται πιο έντονα στα αυτιά μου, καθώς η αρχή αυτής της παράξενης παρέας ανηφόριζε προς την εκκλησία. Γύρισα γρήγορα προς τα μέσα και λούφαξα πιο βαθιά στο χορτάρινο λαγούμι. Ενώ το φως δυνάμωνε πίσω από τον βράχο, ξεπρόβαλαν οι πρώτες μορφές των γυναικών. Ήταν απίστευτα ψηλές και λυγερόκορμες. Σε κάθε τους βηματισμό το φως, που ανέδιδαν, παλλόταν σαν να ήταν κάτι που τις είχε περιβάλει μέσα του. Οι λευκοί, μακριοί χιτώνες τους έμοιαζαν να είναι από κάτι αέρινο και τόνιζαν το άσπρο χρώμα που είχαν τα πρόσωπά τους. Από τα λεπτά τους χείλη ακουγόταν ολοκάθαρα πια το παράξενο τραγούδι τους:

"ΛΑΒΑ ΒΑΛΑ, ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΟΥ,
ΤΟ ΘΕΙΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΉΣ ΑΣ ΝΟΙΩΣΕΙ Η ΠΛΑΣΗ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ Η ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΑΝΑΣΑ ΑΣ ΚΟΠΑΣΕΙ"

Ένοιωθα τον ήχο, καθώς σαν κυματισμός επαναλαμβανόταν σταδιακά από μπρος προς τα πίσω στο πλήθος, να τρυπάει με μια περίεργη ηδονή το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και να ταξιδεύει σ' όλο το μήκος της ραχοκοκκαλιάς μου. Το αλλόκοτα όμορφο συναίσθημα, διακόπηκε απότομα από την εικόνα που ξεπρόβαλλε ξαφνικά πίσω από το βράχο, κάνοντας το αίμα μου να πετρώσει στις φλέβες. Μια τεράστια φιδίσια φιγούρα φάνηκε να σέρνεται ανάμεσα στις γυναίκες. Το σώμα τού πλάσματος ήταν καλυμμένο από μεγάλες κεράτινες πλάκες, οι οποίες κάθε φορά που κινούνταν κάτω από το βάρος του τερατώδους όγκου του, άφηναν να ξεχυθεί λίγο από το πρασινωπό φως που τύλιγε όλο το πλήθος. Αυτό που με άφησε, όμως, κυριολεκτικά μαρμαρωμένο από την έκπληξη, ήταν η γυναίκα η οποία καθόταν στην ράχη του ακατανόμαστου ερπετού. Φαινόταν να είναι η πιο γιγάντια απ' όλες, μα εκείνο που με έκανε να αισθανθώ τόσο τρόμο και να κουλουριαστώ σαν έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μάνας, ήταν ότι δεν είχε πρόσωπο. Τα πυκνά, μαύρα μαλλιά της στεφάνωναν μια θολή σκιά.
      Η απότομη κίνηση που έκανα προς τα πίσω, είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσουν κάποια ξερά κλαδιά από το βάρος μου. Ο θόρυβος έσκισε την νύχτα σαν χαρτί. Το τραγούδι σταμάτησε απότομα. Με μια δυνατή πνοή σφύριξαν όλα τα σουραύλια μαζί. Ένας δυνατός άνεμος άρχισε να στροβιλίζεται μπροστά από το πλήθος, που έμεινε ακίνητο σαν να πάγωσε. Η καρδιά μου κόντευε να πεταχτεί από το στήθος, καθώς άρχισαν να σαλεύουν από πίσω προς το μπρος και το τεράστιο ερπετό κινήθηκε γρήγορα ανάμεσά τους. Με δυο, απίστευτης ταχύτητας, κινήσεις, βρέθηκε σχεδόν πάνω από τον θάμνο που είχα κρυφτεί. "Θεέ μου, ας είναι όνειρο", ψιθύρισα. Γιατί αν δεν ήταν, σίγουρα πλησίαζε το τέλος μου.
Το πλάσμα, ενός άλλου κόσμου, έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος μου και ξεφύσησε επάνω μου. Η ανάσα του ήταν παγωμένη σαν χίλιες χιονοθύελλες. Ένοιωθα τον εαυτό μου να με εγκαταλείπει. Το στόμα μου έτρεμε με ρυθμό απίστευτο, από φόβο ή κρύο, είτε και απ' τα δύο μαζί. Και εκεί που πίστευα πως όλα τελείωσαν, την παγερή ησυχία έσπασε το λάλημα ενός πετεινού. Το κεφάλι του ερπετού τινάχτηκε προς τα πάνω με μια απίθανα γρήγορη κίνηση. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα ανατολικά και μύρισε τον αέρα. Ο πετεινός ξανακούστηκε για δεύτερη φορά. Τότε μια αναστάτωση επικράτησε ανάμεσα στα πλάσματα, η οποία σταμάτησε δευτερόλεπτα μετά. Το μακρινό κρώξιμο ήρθε και πάλι για τρίτη φορά. Το φίδι κουλουριάστηκε προς τα πίσω και η γυναίκα στην ράχη του έβγαλε μια συριχτή φωνή, σαν σφύριγμα, που νόμισα πως θα έσπαγαν τα τύμπανα των αυτιών μου.
Άξαφνα τα σουραύλια, οι φλογέρες και τα κρόταλα άρχισαν πάλι να παίζουν. Το τραγούδι ξανακούστηκε και οι γυναίκες ξεκίνησαν πάλι να προχωρούν, πιο γρήγορα τώρα. Το φοβερό ερπετό πήρε θέση μπροστά τους και με τους ερπετίσιους ελιγμούς του οδήγησε την ομάδα. Όταν και η τελευταία γυναίκα πέρασε από μπροστά μου και αφού όλες μαζί άρχισαν να χάνονται πίσω από τους χαμηλούς λόφους, μέσα σε μια πράσινη, φωσφορίζουσα ομίχλη, η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπάει κανονικά. Έμεινα στην θέση μου για μερικά λεπτά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι μού είχε συμβεί. Ό, τι και να σκεφτόμουν δεν έδινε μια λογική εξήγηση. Εκείνο, όμως, που μπορούσα να δω ήταν η εντυπωσιακή αλλαγή του καιρού και ότι ο παγωμένος αέρας του βορρά είχε δώσει την θέση του σε ένα ζεστό αεράκι, το οποίο ερχόταν από την θάλασσα.
     Σηκώθηκα μουδιασμένος από το χώμα και βγήκα απ' την κρυψώνα μου. Μια αχτίδα ηλιακού φωτός διέσχισε τον ουρανό ως πέρα στα βουνά, βάφοντάς τα κόκκινα. Τα βαριά σύννεφα είχαν αλλάξει πορεία και κατευθύνονταν σαν μαύρα βέλη, πίσω προς τον βορρά.
Τίναξα το χώμα και τα ξερά φύλλα από πάνω μου, πήρα μια βαθιά ανάσα από τον γλυκό αέρα και ακολούθησα το μονοπάτι προς τα κάτω. Ένας τρυποφράκτης, που στεκόταν σ' ένα κλαδάκι, με κοίταξε γεμάτος περιέργεια, σαν να ήταν και αυτός μάρτυρας των γεγονότων. Καθώς περνούσα δίπλα του, έσμιξα τα χείλη μου και του σφύριξα. Η γλυκιά απάντηση του κελαηδίσματός του ήχησε σαν βάλσαμο στα αυτιά μου. Χαμογέλασα κλωτσώντας ένα χονδρό χαλίκι. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα πίστευε κανείς τίποτα απ' όλα όσα είδα.



"Η Παγωνιά", διήγημα ανώνυμου συγγραφέα.



   
 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Καντελάμπρο των Άνδεων" ή "Κηροπήγιο των Άνδεων".

Απόσπασμα από το βιβλίο του Charles Berlitz, "Μυστήρια από Ξεχασμένους Κόσμους, Ανακαλύπτοντας χαμένους πολιτισμούς", 1972, κεφάλα...