Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Ο Νόμιμος Κηδεμόνας", Κεφάλαιο Ι΄, Το Όνειρο.

 «Σταματώ έξω από την κλειστή, βαριά θύρα του ναού και αφήνω το βλέμμα μου να χαϊδέψει αχόρταγα το σκούρο ξύλο με τα χονδρά, σιδερένια καρφιά. Απλώνω το χέρι μου για να τα αγγίξω. Τα δάχτυλα μου ακουμπούν απαλά στο παγωμένο μέταλλο και το θυρόφυλλο τρίζει μελαγχολικά και υποχωρεί αργά, δίχως να το σπρώξω. Η είσοδος ανοίγει. Μού επιτρέπεται να διέλθω».

«Η ανεπαίσθητη μυρωδιά από κερί και λιβάνι κατακλύζει νοσταλγικά την όσφρηση μου. Κανένας δεν βρίσκεται μέσα. Απόλυτη ησυχία κυριαρχεί στα σκιερά, δροσερά, γαλήνια σπλάγχνα του ναού. Στο βάθος ορθώνεται ιερό και σεμνό το μαρμάρινο ομοίωμα της Θεοτόκου, που περικλείει με στοργή στην παρθενική αγκαλιά το Θείο Βρέφος, ενώ στην βάση του πολλές σειρές από μικρά καντήλια αφήνουν το τρεμάμενο, χλωμό φως τους να διαχέεται αμυδρά στον χώρο».

«Προχωρώ ενδιάμεσα από τα κερωμένα, δρύινα στασίδια, ακούγοντας τα βήματα μου να αντηχούν παράξενα επάνω στις καμαρωτές αντηρίδες και στους θόλους, λες και ψιθυρίζουν μυστικές λέξεις, που δεν μπορώ ή δεν πρέπει να ακούσω. Φτάνω κοντά στην Αγία Μητέρα».

«Σηκώνω το βέλο, ταπεινώνω την ματιά, γονατίζω ευλαβικά και γέρνω το κεφάλι στο στήθος για να προσευχηθώ. Αισθάνομαι ασύλληπτη ηρεμία. Ειρήνη διέπει το πνεύμα μου. Ξεκινώ την σιωπηλή δέηση μου, αλλά το χέρι κάποιου ψαύει τρυφερά τον ώμο μου. Υψώνω χωρίς φόβο το βλέμμα μου και τον αντικρίζω. Είναι εκείνος, ο κύριος μου! Βρίσκεται στο πλάι μου ορθός και με κοιτάζει επίμονα. Η όψη του είναι ήρεμη και φωτεινή, ενώ το ελαφρύ χαμόγελό που λυγίζει τα ωραία του χείλη, αποπνέει θεϊκή καλοσύνη, ουράνια αγνότητα. Στο ένα χέρι κρατά ένα κόκκινο Ρόδο, τόσο κόκκινο όσο κανένα αληθινό. Είναι τόσο καλοσχηματισμένο, ώστε ξεχωρίζουν και τα εκατό άλικα ανθόφυλλά του, επάνω στα οποία αστράφτουν, σαν τα πιο λαμπερά διαμάντια, μικρές σταγόνες δροσιάς. Δεν μου μιλά, παρά μονάχα μού προσφέρει το καταπόρφυρο άνθος. Το δέχομαι αισθανόμενη πελώρια, καυτά κύματα βαθιάς, ειλικρινούς αγάπης να νίπτουν την καρδιά μου και το κλείνω προσεκτικά μέσα στις παλάμες μου. Δάκρυα ευτυχίας κυλούν από τα μάτια μου. Ανακατεύονται με τις στιλπνές δροσοσταλίδες. Δρόσος ανέφικτης ευδαιμονίας τυλίγει το πνεύμα μου με θεϊκή γενναιοδωρία».

«Όμως, τί συμβαίνει ξαφνικά;! Γιατί τα πάντα γύρω μου σκοτεινιάζουν αλλόκοτα και τρομακτικά;! Που πήγε το γλυκό ημίφως, που γλιστρούσε νωχελικά από τα γυάλινα ανοίγματα;! Γιατί ο αέρας άρχισε να ουρλιάζει αποτρόπαια και να εισχωρεί βίαια από τις χαραμάδες;! Τα τζάμια των παραθύρων τρίζουν όλα μαζί απειλητικά και οι μειλίχιες φλόγες από τα αγιοκέρια τρεμοπαίζουν άγρια. Οι σκιές πυκνώνουν, ο φοβερός δράκος στον τοίχο φαίνεται να σαλεύει κάτω από το κοντάρι του Αγίου και οι ψυχές στο Καθαρτήριο μοιάζουν να ζωντανεύουν, να ωρύονται σπαρακτικά αγωνιώντας για την επερχόμενη ώρα της κρίσης».

«Ζόφος σκεπάζει την ημέρα και φρικτή φασαρία ταράζει την γαλήνη! Σφοδρές, αέρινες, δαιμονικές ριπές παραβιάζουν το άβατο του ναού και παρασύρουν με μανία το πέπλο μου, δέρνουν φρενιασμένα το φόρεμα μου, λύνουν τα μαλλιά μου και τα ανεμίζουν λυσσαλέα».

«Αναζητώ εκείνον, μα εκείνος δεν είναι πια εδώ. Φόβος! Ανείπωτος φόβος με κυριεύει τότε! Όχι για εμένα, αλλά για το άνθος που ακόμη βαστώ στα χέρια μου. Μη τσακιστεί, μη διαλυθεί, μη χαθεί! Το κρύβω στα στήθη μου για να το προστατεύσω, αλλά αίφνης κάποιος το αρπάζει και το αποσπά από τον κόρφο μου με βιαιότητα. Ο καταπράσινος μίσχος σύρεται ανάμεσα στις χούφτες μου και τα αγκάθια του τις σκίζουν σαν το γυαλί. Αίμα στάζει επάνω στο λευκό μου φόρεμα και το ποτίζει βαθιά. Ποιός κλέβει το λουλούδι της ζωής;! Ποιός παίρνει μακριά μου την ευτυχία;! Άφατη οργή κατακλύζει τα σωθικά μου. Πού είναι;! Ποιός είναι;! Θεέ μου! Η φιγούρα του με παγώνει. Είναι ανθρώπινο πλάσμα; Όχι, είναι γίγαντας! Είναι ένας κολοσσιαίος δαίμονας με ανθρώπινη μορφή! Η μαύρη κάπα του μοιάζει να θέλει να με καταπιεί. Το πρόσωπο του είναι ονειρικά όμορφο, μα συνάμα διαβολικά ψυχρό σαν τους κόλπους της αβύσσου. Τα εύμορφα μάτια του με θωρούν αμείλικτα, ζοφερά, γεμάτα αναίδεια και μου προξενούν έσχατη αποστροφή, ενώ τα ευειδή χείλη του μού χαμογελούν φιλήδονα και αποκρουστικά, βεβαιώνοντας την σχέση του με τους ακάθαρτους, αποτροπιαστικούς και βδελυρούς τόπους του αιωνίου πυρός».

«Αλίμονο! Κρατά το ρόδο και το τείνει επιδεικτικά προς το μέρος μου. Απλώνω με λαχτάρα τα χέρια μου για να το φτάσω, αλλά ο καταχθόνιος άνδρας το πετά ευθύς στο πάτωμα. Kαι εκείνο! Ω, εκείνο συνθλίβεται, καθώς το πατά με τρομερό μίσος. Αφανίζεται κάτω από το αφόρητο βάρος. Έπειτα κραυγάζει! Η αφύσικη κραυγή του μετατρέπεται σταδιακά σε ένα φρικαλέο, ειδεχθές γέλιο, που ηχεί θηριωδώς στον βεβηλωμένο ναό. Κλείνω τα αυτιά μου για να μην ακούω. Ξεσπώ σε σπαρακτική οιμωγή. Άγια Μητέρα βοήθησε με!».

Ξύπνησα αλαφιασμένη και δάκρυα έτρεξαν από τις άκρες των ματιών μου. Κοίταξα τριγύρω μου έντρομη, πιστεύοντας προς στιγμή, ότι εκείνος ο καταραμένος εφιάλτης είχε αποδράσει λαθραία μαζί μου από τον κόσμο της υπνοφαντασίας και με παρακολουθούσε ακόμη με το ζοφώδες, παγερό, κτηνώδες βλέμμα του από κάποια σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Όμως, όχι. Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει το περασμένο βράδυ και το Άρτσερ Χώλ ήταν απολύτως βυθισμένο σε απέραντη, γλυκιά γαλήνη. Έξω από το παράθυρο μου η ροδοδάκτυλη αυγή υποσχόταν τον ανέκκλητο ερχομό του εαρινού φωτός, ενώ τα πουλιά προϋπαντούσαν με τον θεσπέσιο ψαλμό τους το ξύπνημα του Θεϊκού Βασιλείου. Τα πάντα διαφεντεύονταν από ουράνια αρμονία. Τίποτα ασυνήθιστο στον αέρα, τίποτα παράξενο στο φέγγος της αγλαής Ηούς.



"Καντελάμπρο των Άνδεων" ή "Κηροπήγιο των Άνδεων".

Απόσπασμα από το βιβλίο του Charles Berlitz, "Μυστήρια από Ξεχασμένους Κόσμους, Ανακαλύπτοντας χαμένους πολιτισμούς", 1972, κεφάλα...