Πάρκαρα το αυτοκίνητο μια αναπνοή μακρύτερα από την καγκελωτή θύρα του νεκροταφείου. Εκείνο το σημείο ήταν ένα από τα λιγοστά πάρκινγκ που υπήρχαν στο χωριό. "Πάρκινγκ"! Δυο αυτοκίνητα χωρούσαν όλο κι όλο! Φυσικά το χωριό δεν έπασχε από πολυκοσμία, αλλά οι στενοί του δρόμοι δεν επέτρεπαν να αφήσεις το αμάξι σου οπουδήποτε.
Όταν έσβησα την μηχανή και τα φώτα και βγήκα έξω, υποδέχτηκα με μια αλλόκοτη ευχαρίστηση την ησυχία και το σκοτάδι. Δεν ήταν αργά, αλλά είχε χειμωνιάσει και οι νύχτες βρίσκονταν πλέον στο ζενίθ τους. Ποτέ δεν θυμόμουν να υπήρχε λάμπα δημοτικού φωτισμού εκεί. Η τελευταία στεκόταν πενήντα μέτρα παρακάτω και το φως της δεν αρκούσε για να με φτάσει. Θα την συναντούσα, λίγες στιγμές αργότερα, αφού θα άρχιζα να κατηφορίζω τον έρημο δρόμο. Εξάλλου, το χωριό τελείωνε εκεί όπου βρισκόμουν και έτσι τίποτα χρήσιμο δεν υπήρχε να κάνει μια λάμπα σε ετούτο το μέρος, εκτός ίσως από το να φωτίζει το πέρασμα των τσακαλιών, τα ουρλιαχτά των οποίων ηχούσαν ήδη στην αποκατινή λαγκάδα.
Χαμογέλασα αχνά στον εαυτό μου και έκανα να φύγω, ωστόσο μια γλυκιά, πορτοκαλί ανταύγεια τράβηξε ξαφνικά το βλέμμα μου. Γύρισα το κεφάλι μου ασυναίσθητα. Ερχόταν από την μεριά του κοιμητηρίου. Δίχως να το πολυσκεφτώ, πλησίασα την μισάνοιχτη καγκελόπορτα, στάθηκα στο κατώφλι της και κοίταξα μέσα. Ήταν τα καντηλάκια των νεκρών. Διάσπαρτα στον χώρο, τρεμόπαιζαν ελαφρά και αντιφέγγιζαν το ιερό φως τους στο λευκό των μαρμάρων και στην δενδρώδη οροφή, φωτίζοντας παρηγορητικά κάθε σκοτεινή γωνιά. Τί εντύπωση μεμιάς! Θαρρείς, πως οι νεκροί είχανε στήσει γειτονιά με τους Αγγέλους! Θαρρείς, πως κάποιο παραπόρτι Παραδείσου είχε ανοίξει και η ευλογία του ξεχυνόταν γενναιόδωρα στους διαδρόμους και πλημμύριζε με επουράνια ευωδία τον αέρα! Μια τρελή ιδέα μού ήρθε τότε. Να πάω και να ανάψω όσα καντηλάκια ήτανε σβηστά. Για να 'χουν όλοι φως, να βλέπουν όλοι. Μια ανάσα ακόμη και θα έσπρωχνα την πόρτα να περάσω, μα αίφνης ένοιωσα μια παρουσία πίσω από την πλάτη μου. Λες και κάποιος έστεκε μερικά βήματα πιο πέρα και με παραμόνευε μέσα στο σκοτάδι. Έστρεψα αργά το κεφάλι μου προς το μέρος της και την είδα. Μια γάτα με παρακολουθούσε ακίνητη και με μεγάλη απορία. Μισή κρυμμένη στις βραδινές σκιές του δρόμου και μισή φανερωμένη από την ανταύγεια των καντηλιών. Μειδίασα αυθόρμητα με την τρομάρα μου.
- Τί είναι, γατούλα; Τί απορείς; - την ρώτησα, αλλά εκείνη εκεί, στην ίδια θέση. Καμιά απόκριση. Με τα μεγάλα της μάτια να με παρακολουθούν ασάλευτα.
- Δεν συνηθίζουν οι άνθρωποι να στέκονται στις πόρτες των νεκροταφείων αυτές τις ώρες. Έτσι δεν είναι; Φοβούνται τους νεκρούς. -
Κούνησα ελαφρά το κεφάλι μου και απομακρύνθηκα σιγά από το κατώφλι της καγκελόπορτας για να μην την φοβίσω.
- Έλα, μπες εσύ, όπου δεν τόλμησα να μπω εγώ. Πήγαινε τώρα να συνεχίσεις την νυχτερινή σου βόλτα. Εκεί μέσα δεν κινδυνεύεις. Έξω από αυτή την μάντρα βρίσκονται και κυκλοφορούν ελεύθερα τα πιο μεγάλα θηρία. - της είπα, ενώ την άφησα οριστικά πίσω μου, αρχίζοντας να κατηφορίζω τον δρόμο προς το χωριό.
"Δεν συνηθίζουν οι άνθρωποι να στέκονται στις πόρτες των νεκροταφείων αυτές τις ώρες. Φοβούνται τους νεκρούς.", συλλογίστηκα, όπως σήκωσα το κεφάλι μου και έριξα μια γρήγορη ματιά στα κλειδαμπαρωμένα σπίτια του χωριού.
- Και όμως εδώ έξω βρίσκονται και κυκλοφορούν ελεύθερα τα πιο μεγάλα θηρία. - μουρμούρισα και ταπείνωσα το βλέμμα μου ακολουθώντας τον αρχικό μου προορισμό. Είχα να κάνω εκείνη την επίσκεψη.
Όταν έσβησα την μηχανή και τα φώτα και βγήκα έξω, υποδέχτηκα με μια αλλόκοτη ευχαρίστηση την ησυχία και το σκοτάδι. Δεν ήταν αργά, αλλά είχε χειμωνιάσει και οι νύχτες βρίσκονταν πλέον στο ζενίθ τους. Ποτέ δεν θυμόμουν να υπήρχε λάμπα δημοτικού φωτισμού εκεί. Η τελευταία στεκόταν πενήντα μέτρα παρακάτω και το φως της δεν αρκούσε για να με φτάσει. Θα την συναντούσα, λίγες στιγμές αργότερα, αφού θα άρχιζα να κατηφορίζω τον έρημο δρόμο. Εξάλλου, το χωριό τελείωνε εκεί όπου βρισκόμουν και έτσι τίποτα χρήσιμο δεν υπήρχε να κάνει μια λάμπα σε ετούτο το μέρος, εκτός ίσως από το να φωτίζει το πέρασμα των τσακαλιών, τα ουρλιαχτά των οποίων ηχούσαν ήδη στην αποκατινή λαγκάδα.
Χαμογέλασα αχνά στον εαυτό μου και έκανα να φύγω, ωστόσο μια γλυκιά, πορτοκαλί ανταύγεια τράβηξε ξαφνικά το βλέμμα μου. Γύρισα το κεφάλι μου ασυναίσθητα. Ερχόταν από την μεριά του κοιμητηρίου. Δίχως να το πολυσκεφτώ, πλησίασα την μισάνοιχτη καγκελόπορτα, στάθηκα στο κατώφλι της και κοίταξα μέσα. Ήταν τα καντηλάκια των νεκρών. Διάσπαρτα στον χώρο, τρεμόπαιζαν ελαφρά και αντιφέγγιζαν το ιερό φως τους στο λευκό των μαρμάρων και στην δενδρώδη οροφή, φωτίζοντας παρηγορητικά κάθε σκοτεινή γωνιά. Τί εντύπωση μεμιάς! Θαρρείς, πως οι νεκροί είχανε στήσει γειτονιά με τους Αγγέλους! Θαρρείς, πως κάποιο παραπόρτι Παραδείσου είχε ανοίξει και η ευλογία του ξεχυνόταν γενναιόδωρα στους διαδρόμους και πλημμύριζε με επουράνια ευωδία τον αέρα! Μια τρελή ιδέα μού ήρθε τότε. Να πάω και να ανάψω όσα καντηλάκια ήτανε σβηστά. Για να 'χουν όλοι φως, να βλέπουν όλοι. Μια ανάσα ακόμη και θα έσπρωχνα την πόρτα να περάσω, μα αίφνης ένοιωσα μια παρουσία πίσω από την πλάτη μου. Λες και κάποιος έστεκε μερικά βήματα πιο πέρα και με παραμόνευε μέσα στο σκοτάδι. Έστρεψα αργά το κεφάλι μου προς το μέρος της και την είδα. Μια γάτα με παρακολουθούσε ακίνητη και με μεγάλη απορία. Μισή κρυμμένη στις βραδινές σκιές του δρόμου και μισή φανερωμένη από την ανταύγεια των καντηλιών. Μειδίασα αυθόρμητα με την τρομάρα μου.
- Τί είναι, γατούλα; Τί απορείς; - την ρώτησα, αλλά εκείνη εκεί, στην ίδια θέση. Καμιά απόκριση. Με τα μεγάλα της μάτια να με παρακολουθούν ασάλευτα.
- Δεν συνηθίζουν οι άνθρωποι να στέκονται στις πόρτες των νεκροταφείων αυτές τις ώρες. Έτσι δεν είναι; Φοβούνται τους νεκρούς. -
Κούνησα ελαφρά το κεφάλι μου και απομακρύνθηκα σιγά από το κατώφλι της καγκελόπορτας για να μην την φοβίσω.
- Έλα, μπες εσύ, όπου δεν τόλμησα να μπω εγώ. Πήγαινε τώρα να συνεχίσεις την νυχτερινή σου βόλτα. Εκεί μέσα δεν κινδυνεύεις. Έξω από αυτή την μάντρα βρίσκονται και κυκλοφορούν ελεύθερα τα πιο μεγάλα θηρία. - της είπα, ενώ την άφησα οριστικά πίσω μου, αρχίζοντας να κατηφορίζω τον δρόμο προς το χωριό.
"Δεν συνηθίζουν οι άνθρωποι να στέκονται στις πόρτες των νεκροταφείων αυτές τις ώρες. Φοβούνται τους νεκρούς.", συλλογίστηκα, όπως σήκωσα το κεφάλι μου και έριξα μια γρήγορη ματιά στα κλειδαμπαρωμένα σπίτια του χωριού.
- Και όμως εδώ έξω βρίσκονται και κυκλοφορούν ελεύθερα τα πιο μεγάλα θηρία. - μουρμούρισα και ταπείνωσα το βλέμμα μου ακολουθώντας τον αρχικό μου προορισμό. Είχα να κάνω εκείνη την επίσκεψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου