Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

From the novel "Claudine De Rse (The Legal Guardian)".



     Patience has always some limits, for some people narrow and rigid and for others wide and flexible, but with spectacular accuracy the time comes, when it reaches the ultimate resistance point and anything is possible to put it out of control. Then, occurs, as a deus ex machina, fate, luck, life or whatever else can one call that unexpected event, which intervenes in order to balance things, to prevent in the right moment the derailment and to restore harmony in circumstances. 
     I opened my eyes slowly but willingly after a good night’s sleep. The sunlight that sneaked from the windows dull and melancholic, betrayed the beginning of a still blurry, summer day, while the wet June was spreading for a week the almost cloudless days and nights over the land of the old Albion. 
    Everywhere around me a dreamy quiet was being spread and thus I stayed a little longer in my bed to enjoy the indolent morning. I held my breath to listen to the compositions of the singing birds which was reaching my ears from the outside of the room’s windows. I felt peace and beauty, feelings that were replaced by an irresistible, sudden desire to stand up and run to the garden close to all these that with great artistry nature had made. 
     I started getting dressed hurriedly as if I did not want to lose a single minute from my walk and rushed into the corridor, as I did not even do as a child. There was not obvious or particular reason of that euphoria. It was just one of those rare days during which all people feel suddenly optimistic and hopeful without any cause. All around seemed to have transformed from simple and ordinary into magical and exciting events. It was that feeling that something good or at least different would happen which painted my mood with lively, colorful touches.

From the novel "Claudine De Rse (The Legal Guardian)". Chapter C, The Encounter. Irene F. Fotis, 2019.


Από το μυθιστόρημα "Ο Νόμιμος Κηδεμόνας". Κεφάλαιο Γ΄, Η Συνάντηση.



      Η υπομονή έχει πάντα κάποια όρια, για μερικούς στενά και άκαμπτα, για άλλους πλατιά και ελαστικά, όμως με θεαματική ακρίβεια έρχεται η ώρα, που φτάνει στο υπέρτατο σημείο αντοχής και το παραμικρό είναι δυνατό να την θέσει εκτός ελέγχου. Τότε επέρχεται, σαν από μηχανής Θεός, η μοίρα, η τύχη, η ζωή ή όπως αλλιώς μπορεί να αποκαλέσει κανείς εκείνο το απρόσμενο γεγονός, το οποίο επεμβαίνει για να εξισορροπήσει τα πράγματα, για να αποτρέψει στη σωστή στιγμή τον εκτροχιασμό και για να επαναφέρει την αρμονία στις καταστάσεις.
      Άνοιξα τα μάτια μου αργά αλλά πρόθυμα, ύστερα από έναν ξεκούραστο βραδινό ύπνο. Το φως του Ήλιου, που τρύπωνε από τα παράθυρα μουντό και μελαγχολικό, πρόδιδε το ξεκίνημα μιας ακόμη θολής, καλοκαιρινής ημέρας, ενώ ο υγρός Ιούνιος έστρωνε, εδώ και μια εβδομάδα, τα σχεδόν αίθρια ημερόνυχτα του πάνω από την χώρα της Γηραιάς Αλβιόνας.
      Παντού γύρω μου απλωνόταν ονειρική ησυχία και γι’ αυτό παρέμεινα λίγο ακόμα στο κρεβάτι μου, ώστε να απολαύσω το νωχελικό πρωινό που είχε ξημερώσει. Κράτησα την αναπνοή μου για να αφουγκραστώ τις συμφωνίες από το κελάιδισμα των πουλιών, που έφταναν στ’ αυτιά μου από το εξωτερικό των ανοιγμάτων του δωματίου μου. Ένοιωσα γαλήνη και ομορφιά, συναισθήματα τα οποία διαδέχτηκε μία ακαταμάχητη, ξαφνική επιθυμία να σηκωθώ και να τρέξω στο κήπο κοντά σε όλα εκείνα, που με μεγάλο μεράκι είχε πλάσει η φύση.
      Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά, σαν να μην ήθελα να χάσω ούτε ένα λεπτό από τον περίπατό μου και όρμηξα στον διάδρομο, όπως δεν έκανα ούτε όταν ήμουν παιδί. Δεν υπήρχε κανένας εμφανής ή ιδιαίτερος λόγος, που μου προκαλούσε αυτήν την ευφορία. Ήταν μονάχα μία από εκείνες τις σπάνιες ημέρες, κατά τις οποίες όλοι οι άνθρωποι αισθάνονται αίφνης αισιόδοξοι και ευέλπιδες δίχως καμία αιτία. Tα πάντα τριγύρω έμοιαζαν να μεταμορφώνονται από απλά και συνηθισμένα, σε μαγικά και συναρπαστικά δρώμενα. Ήταν εκείνο το προαίσθημα, πως κάτι καλό (ή τουλάχιστον διαφορετικό) επρόκειτο να συμβεί, που χρωμάτιζε την διάθεση μου με τόσο αλέγρες, πολύχρωμες πινελιές.

απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Ο Νόμιμος Κηδεμόνας". Κεφάλαιο Γ΄, Η Συνάντηση. Ειρήνη Φ. Φώτη, 2019.



Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Σκέψεις για ένα Φάντασμα.

       Πόσες φορές άραγε έχουμε σκεφτεί την ζωή που αφήσαμε πίσω μας; Τι θα γινόταν,  εάν κάναμε μια άλλη επιλογή, εάν είχαμε πάρει μια διαφορετική απόφαση και πάει λέγοντας; Το παράξενο κάθε φορά είναι, πως όταν αναλογιζόμαστε εκείνες τις χαμένες πια "ευκαιρίες" μας, σχεδόν πάντοτε έχουμε την αίσθηση,  ότι εάν είχαμε διαλέξει έναν άλλο δρόμο, από αυτόν που τελικά ακολουθήσαμε, όλα -στην παρούσα στιγμή της ζωής μας κατά την οποία βιώνουμε την αμφισβήτηση μας- θα ήταν καλύτερα, πιο επιτυχημένα και πιο ενδιαφέροντα για εμάς. Στ` αλήθεια, είναι θαυμαστά περίεργη αυτή η διαδικασία στην οποία συχνά-πυκνά μπαίνει ο ανθρώπινος νους, ενώ ακόμη πιο αξιοπρόσεκτη είναι η τάση του να αποδέχεται σαν λανθασμένη κάθε απόφαση που πήραμε μέχρι σήμερα και να θεωρεί -σχεδόν βεβαιωμένα- ως επιτυχημένη, την άλλη που δεν πήραμε ποτέ.
   Τί είναι λοιπόν αυτό που ταλανίζει τον άνθρωπο; Πού στηρίζεται ετούτη η εμμονή του να αμφιβάλλει για την ποιότητα των όσων έχει και να ονειρεύεται όσα δεν έχει; Είναι άραγε μια "μηχανή" που δουλεύει στο παρασκήνιο τού εγκεφάλου του,  απλό κληροδότημα της φύσης του ή μήπως είναι η ευρύτητα τού πνεύματος του,  που εγκλωβισμένη σε πραγματικότητες μη συμβατές με την ανθρώπινη υπόσταση, ουρλιάζει σιωπηλά για την ελευθερία της, δημιουργώντας μέσα από την "φυλακή" της το αίσθημα του ανικανοποίητου; Τάχα θα συνέβαινε το ίδιο,  εάν ο άνθρωπος επέλεγε να αλλάξει τον τρόπο ζωής του,  εάν διάλεγε να εναρμονιστεί περισσότερο με την φύση γύρω του; Εάν πετούσε στα σκουπίδια τα ξυπνητήρια και τα ρολόγια και απέκοπτε την αντιπαθητική συνήθειά του να συνδέεται με οτιδήποτε γυαλιστερό και να μαζεύει, σαν άλλος ρακοσυλλέκτης, οτιδήποτε υλικό; Ποιος ξέρει! Το μόνο βέβαιο, κατά την γνώμη μου, είναι, πως όποια απόφαση ή επιλογή κι αν είχαμε κάνει για την ζωή μας, θα εξακολουθούσαμε να κυνηγούμε το Φάντασμα της άλλης, που δεν κάναμε ποτέ. Ο Αλέκος Λιδωρίκης στο θεατρικό  έργο του, "Η μεγάλη στιγμή", πραγματεύεται ακριβώς ετούτο το ανικανοποίητο, αποδεικνύοντας σε όλους εμάς την ματαιότητα την οποία καθημερινά προσκυνούμε.

Σκέψεις για ένα Φάντασμα, Ειρήνη Φ. Φώτη 8 Δεκεμβρίου 2019.





Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Εικόνες μιας στιγμής (6/12/2019)

"Άνοιξα τα βλέφαρα μου αργά, λόγω κάποιας απροσδιόριστης αιτίας. Το δωμάτιο γύρω μου ήταν βυθισμένο στην απέραντη γαλήνη, ενώ το φως της ροδοδάκτυλης αυγής τρύπωνε από το παράθυρο μου, γλυκό και γαλήνιο. Έκλεισα τα μάτια μου και ετοιμάστηκα να αποκοιμηθώ ξανά, με ένα αίσθημα απέραντης ζεστασιάς και ασφάλειας να φωλιάζει στην καρδιά μου, όταν οι κωδωνισμοί μιας καμπάνας άρχισαν να διασκορπίζονται εύθυμοι και χαρμόσυνοι επάνω από τις λαγκάδες και τις ρεματιές φτάνοντας μέχρι το δωμάτιο μου, σαν την πιο θεσπέσια μελωδία. Η ψυχή μου ευφράνθηκε και χαμογέλασε. Οι ουρανοί τραγουδούσαν. Ξημέρωνε τοu Αγίου Νικολάου...".


Εικόνες μιας στιγμής. Ειρήνη Φ. Φώτη, 2019.









Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Εικόνες μιας στιγμής.

     Πάρκαρα το αυτοκίνητο μια αναπνοή μακρύτερα από την καγκελωτή θύρα του νεκροταφείου. Εκείνο το σημείο ήταν ένα από τα λιγοστά πάρκινγκ που υπήρχαν στο χωριό. "Πάρκινγκ"! Δυο αυτοκίνητα χωρούσαν όλο κι όλο! Φυσικά το χωριό δεν έπασχε από πολυκοσμία, αλλά οι στενοί του δρόμοι δεν επέτρεπαν να αφήσεις το αμάξι σου οπουδήποτε.
     Όταν έσβησα την μηχανή και τα φώτα και βγήκα έξω, υποδέχτηκα με μια αλλόκοτη ευχαρίστηση την ησυχία και το σκοτάδι. Δεν ήταν αργά, αλλά είχε χειμωνιάσει και οι νύχτες βρίσκονταν πλέον στο ζενίθ τους. Ποτέ δεν θυμόμουν να υπήρχε λάμπα δημοτικού φωτισμού εκεί. Η τελευταία στεκόταν πενήντα μέτρα παρακάτω και το φως της δεν αρκούσε για να με φτάσει. Θα την συναντούσα, λίγες στιγμές αργότερα, αφού θα άρχιζα να κατηφορίζω τον έρημο δρόμο. Εξάλλου, το χωριό τελείωνε εκεί όπου βρισκόμουν και έτσι τίποτα χρήσιμο δεν υπήρχε να κάνει μια λάμπα σε ετούτο το μέρος, εκτός ίσως από το να φωτίζει το πέρασμα των τσακαλιών, τα ουρλιαχτά των οποίων ηχούσαν ήδη στην αποκατινή λαγκάδα.
    Χαμογέλασα αχνά στον εαυτό μου και έκανα να φύγω, ωστόσο μια γλυκιά, πορτοκαλί ανταύγεια τράβηξε ξαφνικά το βλέμμα μου. Γύρισα το κεφάλι μου ασυναίσθητα. Ερχόταν από την μεριά του κοιμητηρίου. Δίχως να το πολυσκεφτώ, πλησίασα την μισάνοιχτη καγκελόπορτα, στάθηκα στο κατώφλι της και κοίταξα μέσα. Ήταν τα καντηλάκια των νεκρών. Διάσπαρτα στον χώρο, τρεμόπαιζαν ελαφρά και αντιφέγγιζαν το ιερό φως τους στο λευκό των μαρμάρων και στην δενδρώδη οροφή, φωτίζοντας παρηγορητικά κάθε σκοτεινή γωνιά. Τί εντύπωση μεμιάς! Θαρρείς, πως οι νεκροί είχανε στήσει γειτονιά με τους Αγγέλους! Θαρρείς, πως κάποιο παραπόρτι Παραδείσου είχε ανοίξει και η ευλογία του ξεχυνόταν γενναιόδωρα στους διαδρόμους και πλημμύριζε με επουράνια ευωδία τον αέρα! Μια τρελή ιδέα μού ήρθε τότε. Να πάω και να ανάψω όσα καντηλάκια ήτανε σβηστά. Για να 'χουν όλοι φως, να βλέπουν όλοι. Μια ανάσα ακόμη και θα έσπρωχνα την πόρτα να περάσω, μα αίφνης ένοιωσα μια παρουσία πίσω από την πλάτη μου. Λες και κάποιος έστεκε μερικά βήματα πιο πέρα και με παραμόνευε μέσα στο σκοτάδι. Έστρεψα αργά το κεφάλι μου προς το μέρος της και την είδα. Μια γάτα με παρακολουθούσε ακίνητη και με μεγάλη απορία. Μισή κρυμμένη στις βραδινές σκιές του δρόμου και μισή φανερωμένη από την ανταύγεια των καντηλιών. Μειδίασα αυθόρμητα με την τρομάρα μου.
- Τί είναι, γατούλα; Τί απορείς; - την ρώτησα, αλλά εκείνη εκεί, στην ίδια θέση. Καμιά απόκριση. Με τα μεγάλα της μάτια να με παρακολουθούν ασάλευτα.
- Δεν συνηθίζουν οι άνθρωποι να στέκονται στις πόρτες των νεκροταφείων αυτές τις ώρες. Έτσι δεν είναι; Φοβούνται τους νεκρούς. -
Κούνησα ελαφρά το κεφάλι μου και απομακρύνθηκα σιγά από το κατώφλι της καγκελόπορτας για να μην την φοβίσω. 
- Έλα, μπες εσύ, όπου δεν τόλμησα να μπω εγώ. Πήγαινε τώρα να συνεχίσεις την νυχτερινή σου βόλτα. Εκεί μέσα δεν κινδυνεύεις. Έξω από αυτή την μάντρα βρίσκονται και κυκλοφορούν ελεύθερα τα πιο μεγάλα θηρία. - της είπα, ενώ την άφησα οριστικά πίσω μου, αρχίζοντας να κατηφορίζω τον δρόμο προς το χωριό.
"Δεν συνηθίζουν οι άνθρωποι να στέκονται στις πόρτες των νεκροταφείων αυτές τις ώρες. Φοβούνται τους νεκρούς.", συλλογίστηκα, όπως σήκωσα το κεφάλι μου και έριξα μια γρήγορη ματιά στα κλειδαμπαρωμένα σπίτια του χωριού.
- Και όμως εδώ έξω βρίσκονται και κυκλοφορούν ελεύθερα τα πιο μεγάλα θηρία. - μουρμούρισα και ταπείνωσα το βλέμμα μου ακολουθώντας τον αρχικό μου προορισμό. Είχα να κάνω εκείνη την επίσκεψη.


"Καντελάμπρο των Άνδεων" ή "Κηροπήγιο των Άνδεων".

Απόσπασμα από το βιβλίο του Charles Berlitz, "Μυστήρια από Ξεχασμένους Κόσμους, Ανακαλύπτοντας χαμένους πολιτισμούς", 1972, κεφάλα...