Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Ο Νόμιμος Κηδεμόνας"

     Κατέβασα το παράθυρο της καμπίνας και έγειρα το κεφάλι μου ελαφρά προς τα έξω. Η μυρωδιά του φρέσκου, παγωμένου αέρα ανακατεμένη με το άρωμα του βρεγμένου χόρτου και του υγρού χώματος, εισέβαλε ορμητικά στον μικρό χώρο και κατέκλυσε την όσφρηση μου, εύφρανε και ξεκούρασε απροσδόκητα τις αισθήσεις μου. Στα αυτιά μου έφτασε πιο έντονος ο καλπασμός των αλόγων και ο ήχος των τροχών της άμαξας, που πάλευαν με τις λάσπες και τους πάγους του δρόμου, καθώς ακολουθούσαν πεισματικά την πορεία του προορισμού τους. Ο ουρανός είχε την ίδια βαριά και μελαγχολική διάθεση των τελευταίων ωρών ντυμένος με τα άσπρα σύννεφα του Βοριά, που φάνταζαν να προειδοποιούν τους αργοπορημένους ταξιδιώτες, πως σύντομα θα άνοιγαν πάλι τους κρυσταλλένιους κρουνούς τους.
     Εδώ και λίγη ώρα είχα προσέξει μια αισθητή αλλαγή στο τοπίο γύρω μου. Τα καφετιά χερσοτόπια με τους κυματιστούς λοφίσκους, που πλαισίωναν την εικόνα ολόγυρα, από την στιγμή που αφήσαμε πίσω μας το Μέινφιλντ (την πόλη όπου επιβιβάστηκα σε ετούτη την άμαξα, περίπου μία ώρα νωρίτερα), είχαν δώσει την θέση τους σε μεγάλες, επίπεδες εκτάσεις. Στο βάθος του ορίζοντα, εκεί όπου υπολόγιζα πως ήταν η δύση, πρόβαλε μεγαλόπρεπη μια ψηλή, δαντελωτή λοφοσειρά, της οποίας η αρχή και το τέλος δεν φαίνονταν από το σημείο του δρόμου, που διέτρεχε εκείνη την στιγμή η άμαξα.
     Κοιτούσα αφηρημένη την πανέμορφη φύση, η οποία ετοίμαζε μυστικά την αναγέννησή της κάτω από το λεπτό στρώμα παγετού, που την κάλυπτε ακόμη κατά τμήματα, όταν άκουσα τον οδηγό να προστάζει τα άλογα να κόψουν ταχύτητα. Έστρεψα το βλέμμα μου μπροστά και υποδέχτηκα παράξενα την ιδέα, ότι έφτανα στο τέλος του ταξιδιού μου.
   Το αμάξι πέρασε ανάμεσα από μία μεγάλη καγκελόπορτα, διάπλατα ανοιχτή και ακολούθησε με ορμή έναν ιδιωτικό χωματόδρομο, που ευθύς ξετυλιγόταν ενδιαμέσως μιας δεντροστοιχίας. Κατάπληκτη αντίκρισα τις θεόρατες Αγριοκαστανιές, οι οποίες φύτρωναν γυμνές, εκατέρωθεν των παρυφών του. Οι σκούροι κορμοί και τα άφυλα κλαδιά τους πλέκονταν από πάνω του σαν πελώριοι γίγαντες, που έμοιαζαν να απλώνουν τα χέρια τους για να αρπάξουν, θαρρείς, όποιον τολμούσε να διασχίσει τον δρόμο τους.
    Η αλέα δεν ξεπερνούσε σε μήκος τα εκατό πενήντα μέτρα και κατέληγε σε μια πλατεία, σκεπασμένη από ένα καχεκτικό χαλί γρασιδιού, το οποίο κάλυπτε το έδαφος έως εκεί που έφτανε το μάτι. Στο τέλος αυτής της διαμορφωμένης έκτασης ορθωνόταν, επιβλητικό και μεγαλόπρεπο, ένα ογκώδες, γκρίζο οικοδόμημα τριών ορόφων με επάλληλες σειρές παραθύρων σε κάθε πάτωμα και μία μεγάλη κεντρική είσοδο στο μέσο του ισογείου. Οι γιγαντιαίοι πύργοι του ξεπρόβαλαν απειλητικοί μέσα από τον σκούρο όγκο του και οι σιωπηλές επάλξεις τους έμοιαζαν με φοβερή, άγρυπνη φρουρά ενός άλλου κόσμου.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Νόμιμος Κηδεμόνας", 2019. Κεφάλαιο Α΄, Ο Ερχομός.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Καντελάμπρο των Άνδεων" ή "Κηροπήγιο των Άνδεων".

Απόσπασμα από το βιβλίο του Charles Berlitz, "Μυστήρια από Ξεχασμένους Κόσμους, Ανακαλύπτοντας χαμένους πολιτισμούς", 1972, κεφάλα...