Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Βασιλική Λεμπέση. Ποίημα.

 

Γεράσαμε με κάτι έρωτες
ελλειπτικούς
σε αυτή την πολυκατοικία
που τα σκυλιά
μόνο το μεσημέρι γαυγίζουν
γεράσαμε με έναν ήλιο
που σκονισμένος τρυπώνει ακόμα
από τις γρύλιες
και ούτε μια ανάμνηση
δεν μας άφησε αυτή η πόλη
έτσι για παρηγοριά
μόνο παράπονα
και πτώματα
κάθε φορά που ανοίγουν
οι διακόπτες




Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

"Η Πορφυρή", διήγημα αγαπημένου φίλου, που προτιμά την ανωνυμία.


    Οι φωνές των κοριτσιών αντήχησαν σ' όλο το σπίτι, σαν πολύβουο μελίσσι. Μέσα σε λίγες στιγμές είχαν εισβάλει στο μπροστινό δωμάτιο και ξεχύθηκαν σ' όλο τον χώρο σχηματίζοντας μικρές παρέες. Την αδελφή μου ίσα που την ξεχώρισα μέσα στο ξάφνιασμα της κοριτσίστικης εισβολής. Έχοντας πλάι της μια από τις μεγαλύτερες κοπέλες, πήγε ολόισια, βαθιά μέσα στο σπίτι, μέχρι που την έχασα από τα μάτια μου πίσω από κάποια από τις πολλές πόρτες. Η πόρτα της εισόδου έκλεισε με ένα βαρύ στεναγμό, αφήνοντας πίσω της και εκείνο το παράξενο φως, που από το ξημέρωμα είχε πέσει επάνω στον τόπο. Ένα φως που έκανε τα δέντρα να μοιάζουν βουτηγμένα σε ένα παχύ και αργοσάλευτο υγρό. Άτονα, άχρωμα, σχεδόν νεκρά, σαν κάποιος ανίερος δαίμονας να ξεδίψασε με τους χυμούς τους την προηγούμενη νύχτα.
    Έβγαλα τον αέρα από τα πνευμόνια μου με έναν ήχο ενόχλησης και απομακρύνθηκα από την παλιά πόρτα, πλησιάζοντας μερικά από τα παιδιά που τώρα είχαν καθίσει κατάχαμα στο μπροστινό δωμάτιο. Δεν θα ήταν πάνω από έξι-επτά χρονών και με την ζωηράδα, που χαρακτηρίζει τα μικρά παιδιά, μάλωναν μεταξύ τους. Είχαν ακουμπήσει ανάμεσα στα πόδια τους ένα σωρό βραχιόλια και πεισματάρικα διεκδικούσαν το καθένα τα πιο πολλά για τον εαυτό του. Έσκυψα από πάνω τους μήπως και δώσω μια λύση, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν οι διαμαρτυρίες τους να γίνουν πιο έντονες. Έτσι γρήγορα εγκατέλειψα την προσπάθεια και οδήγησα τα βήματά μου στο επόμενο δωμάτιο. Εκεί μια άλλη παρέα κοριτσιών είχε συγκεντρωθεί σε ένα μικρό κύκλο, γύρω από ένα τραπέζι.
    Tα κορίτσια, που ήτανε δεν ήτανε δέκα-δώδεκα χρονών, κοιτούσαν επίμονα ένα λυχνάρι με επτά φλογίτσες, το οποίο έκαιγε στο κέντρο του τραπεζιού. Τα πρόσωπά τους φωτίζονταν με το απαλό φως της φλόγας και έμοιαζαν σαν μέσα σε αυτή να έβλεπαν τον βυθό μιας αρχέγονης θάλασσας. Ήταν τόσο απορροφημένα απ' αυτό που κοιτούσαν, ώστε ούτε καν αντελήφθησαν την παρουσία μου στο δωμάτιο. "Κάποιο παράξενο παιχνίδι παίζουν", σκέφτηκα "κάτι σαν και αυτά που μηχανεύονται τα τρυφερά τους μυαλουδάκια" και έφυγα από εκεί γρήγορα για να μην γίνω αφορμή να χαλάσει το παιχνίδι τους.
    Αφού βγήκα από το δωμάτιο με τον παράξενο κύκλο, κοίταξα δεξιά προς τον μακρύ διάδρομο, μήπως και μπορούσα να δω πού ήταν η αδελφή μου. Σκοτάδι τύλιγε όμως όλο το μήκος του και δεν έβλεπα πουθενά κάποιο φως που να δηλώνει την παρουσία της. Έτσι πήρα την σκάλα, η οποία οδηγούσε πάνω, στα πιο ψηλά δωμάτια του σπιτιού.
    Η σκάλα ανέβαινε ελικωτά μέχρι τον τρίτο όροφο, πλάι στον τοίχο και συναντούσε κάθε τόσο μικρές σχισμές επάνω στο λιθόχτιστο ντουβάρι, οι οποίες άφηναν λίγο φως να τρυπώσει. Πέρασα τον δεύτερο όροφο χωρίς να κοιτάξω τριγύρω, μια και η παραμικρή παρουσία εκεί θα μού γινόταν αμέσως αντιληπτή, αφού ήταν ένα ενιαίο δωμάτιο χωρίς τοίχους και χωρίσματα.
    Φτάνοντας στο τελευταίο πάτωμα, άκουσα φωνές κάπου βαθιά στον χώρο. Ένα αμυδρό φως ξέφευγε από μια ανοιχτή πόρτα δέκα μέτρα μπροστά μου. Πλησίασα στο άνοιγμα της πόρτας και κοίταξα μέσα. Εκεί στην άκρη του δωματίου, δίπλα σε ένα παράθυρο καθόταν η αδελφή μου και μια άλλη κοπέλα, στην ηλικία της θαρρώ, που δεν την είχα δει να μπαίνει στο σπίτι νωρίτερα μαζί με την τρελή παρέα των παιδιών. Παρόλο που είχα μπει πια εκεί όπου βρίσκονταν, εκείνες δεν φάνηκαν να ενοχλούνται από την παρουσία μου και συνέχισαν να μιλούν ψιθυριστά μεταξύ τους. Όμως, δεν ήταν ούτε μερικές στιγμές πιο πριν που είχα μείνει με την εντύπωση, πως μιλούσαν δυνατά ή ότι οι τοίχοι του άδειου σπιτιού έκαναν τον ψίθυρο να φτάνει μέχρι την αρχή της σκάλας.
    Κάθονταν αντικριστά μπροστά σε ένα τραπέζι και το χλωμό φως του κεριού φώτιζε τα πρόσωπά τους με ένα τόνο μυστήριο, ιδίως εκείνης της άγνωστης κοπέλας.
    "Καλημέρα" είπα και σήκωσε το βλέμμα της.
   "Τι γιορτάζουμε σήμερα;". Το στόμα της, μια όμορφη καμπύλη πάνω σε εκείνο το ωχρό δέρμα, άνοιξε:
    "Γεια σου, Δαναέ".
  Τα τεράστια μάτια της με περιεργάστηκαν προσεκτικά. Ήταν καταπληκτικό αυτό το πρόσωπο στεφανωμένο από εκείνα τα κατάμαυρα μαλλιά, που γίνονταν κατακόκκινα γύρω από το μέτωπο, σαν πορφυρό στεφάνι.
  "Δεν γιορτάζουμε. Ανησυχούμε." αποκρίθηκε η αδελφή μου και συνέχισαν εκείνο το μακρόσυρτο ψίθυρο που έμοιαζε με τραγούδι. Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους και πήγα προς το παράθυρο. Τι περίεργο. Το φως έξω έμοιαζε να σταματά στα όρια του ανοίγματος, σαν μια αόρατη δύναμη να το κρατούσε εκεί έξω. Έβγαλα το κεφάλι μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Τι μέρα και αυτή. Και ο ουρανός τι παράξενος. Μια συννεφιά είχε καλύψει τον μισό ορίζοντα δυτικά και πέρα ως τον βορρά, όσο μπορούσα να δω. Και πέρα προς τον νότο, αν και ο καιρός ήταν καθαρός, η θάλασσα έμοιαζε να κοχλάζει, παρότι δεν φυσούσε καθόλου αέρας. Μου φάνηκε, πως κάτι είχε χωρίσει τον ουρανό στα δύο και έπαιζε με τους νόμους, ενώ εκείνος ο γκρίζος, αέρινος τοίχος έμοιαζε να κερδίζει συνεχώς τον χώρο. Σχεδόν ακουμπούσε το έδαφος μέχρι χαμηλά στην ριζαμιά του θεόρατου βουνού, το οποίο έστεκε απέναντί μου σαν να βαστούσε με κόπο το βάρος του γκρίζου δυνάστη, που τώρα είχε αποκτήσει ένα άνοιγμα στο κέντρο του, όπως να άνοιγε το πελώριο μάτι ενός δράκου. Λίγο φως από τον Ήλιο, που βρισκόταν πίσω, καλυμμένος, πέρασε από το άνοιγμα και το έβαψε κατακόκκινο και τότε για μια στιγμή σχημάτισα την εντύπωση, πως αυτό το μάτι με παρακολουθούσε.
    Αναρίγησα και τραβήχτηκα γρήγορα μέσα, πηγαίνοντας κοντά στα κορίτσια. Κοίταξα γύρω μου μήπως βρω κάποια καρέκλα, αλλά δεν είδα καμιά και έτσι κάθισα οκλαδόν ανάμεσά τους. Παρατήρησα προσεκτικά την άγνωστη κοπέλα και τότε ξαφνικά, σαν κάτι αυτόματο, τα χέρια μου τυλίχθηκαν γύρω από τα πόδια της. Εκείνη σηκώθηκε βιαστικά και κατευθύνθηκε προς τον τοίχο. Άπλωσε το χέρι της και ένα άνοιγμα εμφανίστηκε. Τότε γύρισε προς το μέρος μου και είπε:
    "Την μοίρα δεν την αρπάζουν απ' τα πόδια, απ' τον λαιμό την πιάνουν" και πετάχτηκε έξω από το άνοιγμα που βρισκόταν τρεις ορόφους ψηλά. Έτρεξα προς το μέρος της και κοίταξα έξω από το άνοιγμα προς τα κάτω. Την είδα να διασχίζει το μονοπάτι ανάμεσα στον κήπο, που οδηγούσε χαμηλά στην ρεματιά.
    "Πορφυρή! Πορφυρή!" φώναξα το όνομά της, αλλά μάταια, ο ήχος της φωνής μου γινόταν ένα με τις βροντές της συννεφιάς, που έπεφτε χαμηλά μέχρι το έδαφος. Και εκεί, για μια στιγμή, ανάμεσα στην μαυρίλα και την ομίχλη, είδα χρυσοστόλιστους και άλλους πορφυροντυμένους άνδρες να χάνονται μέσα στην αχλή με μια αστραπή. Και μεταξύ τους η Πορφυρή κραδαίνοντας σπαθί ολόχρυσο, να τους οδηγεί πιο βαθιά μέσα στην "κοιλιά" του αέρινου ερπετού.
    Ανέβασα το βλέμμα μου ψηλά. Η μαυρίλα είχε καταλάβει σχεδόν όλο τον ορίζοντα. Τώρα την θέση του ματιού, που έχασκε πριν από λίγο στην μέση, είχε πάρει μια νεφελώδης αρπάγη, η οποία έμοιαζε έτοιμη να καταπιεί το βουνό. Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο μου. Γύρισα το βλέμμα προς την αδελφή μου, που κοιτούσε την σκοτεινιά. Ένα δάκρυ κύλισε στο άσπρο πρόσωπό της και τότε με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: 
      "Έλα. Η νύχτα έρχεται".


Διήγημα ανώνυμου συγγραφέα.



"Καντελάμπρο των Άνδεων" ή "Κηροπήγιο των Άνδεων".

Απόσπασμα από το βιβλίο του Charles Berlitz, "Μυστήρια από Ξεχασμένους Κόσμους, Ανακαλύπτοντας χαμένους πολιτισμούς", 1972, κεφάλα...