Θυμάμαι, πως ήμαστε στο σπιτάκι, το οποίο είχαμε κάποτε στο κτήμα. Ήταν μεσημέρι, αλλά ήταν αρκετά πιο νωρίς από την ώρα, που συνήθιζες να πλαγιάζεις για τον μεσημεριάτικο ύπνο σου και έτσι καθόσουν ακόμη στο στρογγυλό τραπεζάκι και έγραφες. Εγώ βρισκόμουν ξαπλωμένη λίγο πιο πέρα, σε ένα ντιβάνι και διάβαζα κάποιο μυθιστόρημα. Ξαφνικά και ενώ το μόνο που διέκοπτε την ησυχία μας ήταν το επίμονο τραγούδι των τζιτζικιών, το οποίο έφτανε στα αυτιά μας από τα ανοιχτά παράθυρα, κατέβασα το βιβλίο μου, σε κοίταξα και σε ρώτησα:
- Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι σχεδόν ποτέ ευτυχισμένοι; -
Ήμουν μικρό παιδί τότε και το μυαλό μου ήταν μονίμως γεμάτο με τέτοιες χαζές απορίες. Εσύ σήκωσες το κεφάλι από τα χαρτιά σου και με κοίταξες. Καμιά έκπληξη δεν διέκρινα στο χαμογελαστό βλέμμα σου.
- Γιατί ψάχνουν την ευτυχία σε λάθος πράγματα. - αποκρίθηκες αμέσως και η βεβαιότητα σου μού προκάλεσε βαθιά εντύπωση.
- Νομίζουν, ότι θα γίνουν ευτυχισμένοι αν έχουν πολλά χρήματα, μεγάλα σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα, μια καλή δουλειά, χωρίς όμως να συνειδητοποιούν, πως η αληθινή ευτυχία κρύβεται αλλού. -
- Που δηλαδή; Πού κρύβεται η ευτυχία; - ζήτησα να μάθω με λαχτάρα. Με ενδιέφερε πολύ ετούτο το θέμα τότε.
- Στις μικρές στιγμές, παιδί μου. Σαν αυτήν που έχουμε εμείς οι δυο τώρα. Έτσι όπως καθόμαστε ήσυχα και κουβεντιάζουμε, που πίνουμε τον καφέ μας και που ο καθένας μας μπορεί να κάνει ό,τι τον ευχαριστεί. Εσύ να διαβάζεις και εγώ να γράφω. -
Το πρόσωπο μου πήρε μάλλον κάποια αστεία έκφραση μετά την τελευταία σου απάντηση, καθώς εσύ φάνηκες προς στιγμήν να διασκεδάζεις μαζί μου. Μου χαμογέλασες ήρεμα και δεν συνέχισες την συζήτηση μας. Επέστρεψες με αφοσίωση στο γράψιμο σου και εγώ πάλι πίσω στο βιβλίο μου. Ωστόσο, σε αντίθεση με εσένα, το δικό μου μυαλό δεν συγκεντρώθηκε ξανά στο διάβασμα μου. Σκεφτόμουν εκείνο, το οποίο μόλις μού είχες πει. Αισθανόμουν πολύ απογοητευμένη απρόοπτα.
"Δεν μπορεί να είναι μονάχα αυτό το λίγο η ευτυχία" είπα σιωπηλά στον εαυτό μου.